Τον  Ιανουάριο του 2012, ένας μετεωρίτης ήρθε να ταράξει τα νερά της διεθνούς indie pop, η οποία, στο πλαίσιο της δισκογραφικής κρίσης διαρκείας που έφερε η διαδικτυακή επανάσταση, φλέρταρε με τη στασιμότητα μιας μεταβατικής περιόδου. Στο εξώφυλλό του, το λαμπερό (σχεδόν αψεγάδιαστο) φωτογραφικό πορτρέτο μιας νεαρής Αμερικανοπούλας με πυρόξανθη κόμη, φιλήδονο στόμα και ημιδιάφανο, λευκό πουκάμισο, κουμπωμένο επιμελώς ως απάνω· προοικονομώντας τη σχετική τάση ένδυσης ανάμεσα στους χίπστερ.

H πρώτη αυτή εικόνα του Born Τo Die της Lana Del Rey, είχε μια τρομερή, διακριτική δύναμη κρυμμένη στην προσωποπαγή απλότητά της: χωρίς καμία σοβαρή έμπνευση, τράβαγε διαφορετικά ζευγάρια μάτια από πολλές δεξαμενές κοινού. Όπως ακριβώς έκαναν και τα τραγούδια του δίσκου, για τα αντίστοιχα ζευγάρια ώτων.

Επτάμιση χρόνια μετά, Αύγουστος του 2019 πλέον, η Lana Del Rey κλείνει ειρωνικά το μάτι στο αφετηριακό της είδωλο ποζάροντας με τον εγγονό του Jack Nicholson, Duke· γραπωμένη από τη μέση του, πιθανότητα πάνω στην κουβέρτα κάποιου ιστιοπλοϊκού. Με την αγαπημένη της αστερόεσσα να ανεμίζει στην πλώρη του και την ίδια στραμμένη ολόκληρη προς τον φακό, να καλεί τον ακροατή –περίπου με μια ηδυπάθεια που θυμίζει Τζοκόντα, περίπου χλευαστικά– να απολαύσει ένα στρεβλό αμερικανικό όνειρο.

Κάτω ή δίπλα από την απεικόνιση αυτή, φιγουράρουν στο διαδίκτυο εκτυφλωτικά υψηλές βαθμολογίες ή/και αστεράκια με τις πεντάδες. Δεν λείπουν όμως και σχόλια τύπου «δεν έχω καταφέρει να το ακούσω ολόκληρο από τη βαρεμάρα», «το σταμάτησα στο τρίτο τραγούδι», «έκοψα τις φλέβες μου», «πφ, υπερεκτιμημένο». Όπως συχνά συμβαίνει, η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Κάπου δηλαδή μεταξύ του ιλιγγιώδους 9.4 του Pitchfork και ν πέρα από το "Venice Bitch".

Το νόημα όμως του Norman Fucking Rockwell! δεν κρύβεται δα και 20.000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα. Ούτε και χρειάζεται πάνω από δύο ακροάσεις, λες και είναι το χαμένο αριστούργημα των Pink Floyd της Syd Barrett εποχής, για να έρθεις αντιμέτωπος με την αναπόδραστη αλήθεια του: ναι, η Lana Del Rey έκανε έναν πραγματικά καλό δίσκο μετά από καιρό (αν αποδώσουμε στο επίσης αμφιλεγόμενο Born Τo Die τον χαρακτηρισμό του «καλού»). Και ναι, είναι τόσο ελάχιστα αβανταδόρικος –τουλάχιστον μουσικά– ώστε είναι πιθανό, για πολλούς εκεί έξω, να μη βρεθεί το παραμικρό κίνητρο για να το βάλουν να παίξει έστω και στη μισή διάρκειά του.

Η σημειολογία του δίσκου δίνει στίγμα με το καλημέρα, εμπλέκοντας στους τίτλους αρχής έναν μεγάλο εικαστικό ποιητή του ρομαντικού αμερικανικού ονείρου, τον ζωγράφο Norman Rockwell –μην παραλείποντας βέβαια να αποδομήσει το ιδεολογικό του πρόσημο με τη σφηνοειδή προσθήκη του «fucking» νεωτερισμού στο ονοματεπώνυμό του. Η Lana Del Rey του 2019 θέλει να είναι γεμάτη αντιθέσεις, να επικοινωνήσει τα χίλια και ένα προφίλ του φύλου της, να καθρεφτίσει στον πολυπρισματικό αμερικανικό καθρέφτη το μπερδεμένο της είδωλο. Και σε έναν βαθμό τουλάχιστον, το καταφέρνει.

«Godamn manchild/You fucked me so good that almost said I love you», ξεκινάει δυναμικά, με το πιανιστικό εμβατήριο του "Norman Fucking Rockwell!" να απευθύνεται στο στερεότυπο του αστείου, άγριου αρσενικού, που παραμένει κατά βάθος ένα μεγάλο παιδί, το οποίο πνίγεται σε μια κουταλιά νερό. Δεν την πειράζει ωστόσο, γιατί «Why wait for the best when I could have you?», αλλά και γιατί θα πάρει αυτόν τον άντρα από το χέρι για να τον οδηγήσει στο κοινό τους πεπρωμένο, σε μια (στερεοτυπική, βέβαια) αντιστροφή ρόλων: «You lose your way, just take my hand/You're lost at sea, then I'll command your boat to me again/I’m your man». Βρισκόμαστε στο “Mariners Appartment Complex”, το πιο βαρύτιμο ίσως διαμάντι του άλμπουμ, που ανοίγει άμεσο και δημιουργικό διάλογο με την εικονοποιία του Leonard Cohen.

Αμέσως μετά, η εννιάλεπτη ελεγεία του “Venice Beach” συμπληρώνει μια πλήρη νοημάτων εναρκτήρια τριάδα, καταλαμβάνοντας μια θέση στα highlights του δίσκου με έναν συνδυασμό millennial ψυχεδέλειας και επιστροφής όλων των εφηβικών φετίχ που έχει χρησιμοποιήσει κατά κόρον η Del Rey όλα αυτά τα χρόνια: παγωτό, μπλουτζίν και δέρμα.

Περίπου στη μέση του Norman Fucking Rockwell!, απολαμβάνει τις προεξοφλημένες δάφνες του το χιτάκι των πολλών εκατομμυρίων: η διασκευή στο "Doin’ Time" των Sublime μπορεί άνετα βέβαια να θεωρηθεί ως η πιο «εύκολη» ή/και «φτηνή ποπ» στιγμή του δίσκου. Ωστόσο είναι μία ακόμα μεγαλειώδης νίκη της Lana Del Rey στο παρκέ του crossover. Με το ράθυμο, νωχελικό, τραγουδιστό της χιπ χοπ (που δεν είναι χιπ χοπ), φλερτάρει ευφυέστατα με το reggae αποτύπωμα του πρωτότυπου τραγουδιού, κάνοντάς το να λάμψει δια της απουσίας του, στέλνοντας έτσι συστημένη την εκδοχή της στις κορυφές των ραδιοφωνικών airplays. Στο δεύτερο πάλι μισό του δίσκου, μεγάλος νικητής αναδεικνύεται το "The Greatest" –μια άψογη μπαλάντα, λες και τη βρήκε σε μια βόλτα της, σε κάποια χρονομηχανή των 1960s παρατημένη στην παραλία του Long Beach.

Κοιτώντας λοιπόν το άλμπουμ από ψηλά, συλλαμβάνουμε την εικόνα ενός παζλ, το οποίο βρίθει κλασικών επιρροών (από Joni Mitchell και David Bowie, μέχρι Neil Young και Led Zeppelin), διηθημένων μέσα από τη συνεπή, αξιόλογη παραγωγή του χαμαιλέοντα Jack Antonoff. Θέλει κότσια για να διαχειριστείς με δημιουργικές αξιώσεις τη βαριά ιστορία αναφορών όπως το "Life Οn Mars" και το "Cinnamon Girl" και η Del Rey αποδεικνύει ότι τα διαθέτει. Το κορίτσι που έπαιζε video games και κρυβόταν πίσω από πολύχρωμες στρώσεις pop marketing, μεγάλωσε. Έγραψε χιλιόμετρα στη Δυτική Ακτή και είναι πια σε θέση να μας συστήσει τη δική της κοντινή Αμερική, των αντιθέσεων. Η κοινωνικοπολιτική βέβαια φόρτιση που αποδίδεται στο άλμπουμ από τους πιο ένθερμους υποδοχείς του, είναι σε αρκετά σημεία τραβηγμένη από τα μαλλιά.

Αν και δεν άλλαξε πολλά στον τρόπο με τον οποίον υπάρχει και δημιουργεί, η Lana Del Rey έκανε μια υπερβατική των δεδομένων της κατάθεση ουσιαστικής και ποιοτικής τραγουδοποιίας, ιδίως δε στιχοποιίας. Χωρίς να μεταμορφωθεί, κάτι άλλαξε: έγινε η καλύτερη και βαθύτερη εκδοχή του εαυτού της. Κι αν η ευθεία, χωρίς ιδιαίτερες οξείες, ρυθμική γραμμή και το (ίσως) υποτονικά συνεπές μελωδικό μοτίβο του Norman Fucking Rockwell! αποθαρρύνει την πρόσβαση στις b-sides γραμμές του, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι καλώς γραμμένες. Δεν είμαστε σίγουροι αν η Elizabeth W. Grant είναι η σπουδαιότερη τραγουδοποιός της γενιάς της. Μπορούμε να πούμε, όμως, ότι είναι μια καλή τραγουδοποιός. Κάτι που μερικά χρόνια πριν δεν το θεωρούσαμε καθόλου ως δεδομένο.

{youtube}LrSX_OcpeJg{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured