Υπάρχει ένα στοιχείο στο στυλ του Mark Ronson που δεν τον κάνει όσο συμπαθή θα έπρεπε. Ίσως να φταίει το καλοζωισμένο παρουσιαστικό, σε συνδυασμό με την αυτοπεποίθησή του ως «τρομερό παιδί» της pop. Σε κάθε περίπτωση, αυτές οι εντυπώσεις είναι επιφανειακές. 

O Λονδρέζος παραγωγός διαθέτει ταλέντο που λάμπει καθώς πλάθει με ρετρό υλικά τις καριέρες καλλιτεχνών όπως της Amy Winehouse, της Adele και του Bruno Mars, γυαλίζοντας τις παραγωγές τους με μοντέρνα στουντιακά υλικά. Η προσωπική του καριέρα, ωστόσο, δεν είναι (συνολικά) κερδισμένο στοίχημα, παρά την επιτυχία που έχουν σημειώσει οι 4 δίσκοι του. Μπορεί δηλαδή οι μετρήσεις να δείχνουν εκατομμύρια ακροάσεις, όμως ο Ronson δεν έχει υπογράψει έως τώρα κανένα σόλο άλμπουμ που να άφησε ξεχωριστό αποτύπωμα.

Ο τίτλος  έτσι του 5ου κατά σειρά δίσκου του θα μπορούσε να είναι «του κλάμπινγκ τα καμώματα, τα βλέπει η μέρα και γελάει». Στη θεματολογία του Late Night Feelings κυριαρχεί η ανασφάλεια, η μοναξιά και η έλλειψη επικοινωνίας τις δύσκολες πρώτες πρωινές ώρες, όταν ακόμη όλοι ξεδίνουν στο dancefloor. Την έξυπνη θεματική γύρω από τα δάκρυα που έχουν χυθεί στις πίστες τα ξημερώματα υπογραμμίζει και το εξώφυλλο, με τη ραγισμένη ντισκομπάλα σε σχήμα καρδιάς.

Τα φωνητικά στα υβριδικά pop και R'n'B γλυκίσματα του δίσκου αναλαμβάνουν 10 γυναίκες τραγουδίστριες. Από indie darlings όπως η Angel Olsen και η Lykke Li, μέχρι την Alicia Keys στο “Truth” (μια ωραία synth funk στιγμή) και τη Diana Gordon στο “Why Hide” (έχει γράψει το μισό Lemonade της Beyoncé). Δώστε προσοχή στο “Nothing Breaks Like A Heart”, όπου η Miley Cyrus κάνει μια φιλότιμη προσπάθεια να γίνει Dolly Parton στη θέση της Dolly Parton. Βέβαια, θεωρώ ότι από τις καλεσμένες φωνές είναι τελικά η YEBBA εκείνη που ξεχωρίζει, ιδιαίτερα στο διαστημικό “Knock Knock Knock”: ένα τραγούδι που θα έκανε τον Prince περήφανο (ή έξαλλο, αναλόγως τη διάθεση)· αλλά και στο "Don’t Leave Me Lonely", στο οποίο ακούγεται όπως θα ήταν η Róisín Murphy, αν είχε γεννηθεί στο Μέμφις ή στην Αλαμπάμα.

Το πρόβλημα με το Late Night Feelings αρχίζει όταν συνειδητοποιείς ότι ο Ronson κινείται μεν με δεξιοτεχνία ανάμεσα στα είδη, αλλά χωρίς να σχετίζεται με τις αντίστοιχες κουλτούρες και χωρίς να αισθάνεται τίποτα. Αναμοχλεύει δηλαδή την αστείρευτη παράδοση της disco pop, είναι όμως σαν να μην έχει καν μνήμες από τις συνθήκες που τη γέννησαν. Λες και τα έμαθε όλα μέσα από βιβλία και ντοκιμαντέρ, κρατώντας καλές σημειώσεις.

Όσο περισσότερο ακούω τον δίσκο, τόσο ενισχύεται η άποψη πως ο Ronson είναι ταλαντούχος αριβίστας, ο οποίος δεν μπορεί να ξεφύγει από το μιμητικό, συνθετικό στυλ του και την προαποφασισμένη καλοπέραση. Ο αμετανόητος στιλίστας δείχνει να μην έχει νιώσει ούτε ένα από τα δράματα που εξομολογούνται οι τραγουδίστριες. Όλα πάντως ακούγονται όμορφα: δεν μπορείς να του προσάψεις τίποτα σε επίπεδο τεχνικής. Αλλά δεν παίρνεις και τίποτα μαζί σου, μετά την ακρόαση. 

Στόχος λοιπόν εδώ είναι η καθαρή ψυχαγωγία, ενός ακροατή που θέλει να περνάει από το ένα τραγούδι στο άλλο χωρίς να τον πολυνοιάζει –αρκεί το μουσικό χαλί να είναι ευχάριστο και να μη τον αφήνει να βαριέται. Η αυθεντικότητα δεν έχει και πολλή σημασία, αν ικανοποιούνται τα δυναμικά ακροατήρια στα οποία στοχεύουν οι έρευνες αγοράς. Αλλά, όταν ο δίσκος τελειώνει, νομίζεις ότι τα τραγούδια του θα πεθάνουν από μοναξιά: αν δεν τα ακούσουμε ξανά, αμέσως, θα κρατήσουν την αναπνοή τους μέχρι να σκάσουν.

{youtube}A9hcJgtnm6Q{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured