«Please don’t criticize» λέει στο τραγούδι “Looking For Mercy” η Μαντόνα. Ναι, καλά...

Ο ερχομός του 14ου δίσκου της αναγγέλθηκε με το single "Medellín", στο οποίο η pop ιέρεια έκανε περήφανα ντουέτο (όχι απλή συμμετοχή σε δεύτερα φωνητικά) με τον Κολομβιανό ερωτύλο των latin charts, τον Maluma. Φυσικά, στις εποχές που η Madonna μεσουρανούσε, ο Maluma δεν θα περνούσε ούτε από το θυρωρείο των μάνατζέρ της· αλλά δεν είναι αυτό το πρόβλημα. 

To κόλπο της επιτυχίας του "Medellín" χτίστηκε πάνω στο κολλητικό «one, two, cha, cha, cha»: ένα φωνητικό σλόγκαν που σημαίνει τα πάντα και τίποτα και κολλάει σαν τσίχλα στον εγκέφαλο. Ωστόσο, ούτε οι βρώμικες πρακτικές του fast-selling είναι το πρόβλημα. Σε ένα ακριβοδίκαιο σύμπαν, το "Medellín", αλλά και το “Bitch I’m Loca”, θα ήταν generic τραγουδάκια, τα οποία η Shakira (δεν λέω ο Ricky Martin, για να μη γίνω εμπαθής) θα σκεφτόταν σοβαρά αν θα χωρούσαν στον δίσκο της· το “Rabiosa” της Shakira, βέβαια, είναι τρεις κλάσεις πάνω σε ποιότητα. Ούτε πάντως τα εύκολα λικνίσματα που ακολουθούν την πεπατημένη είναι κατακριτέα. 

Το αληθινό πρόβλημα του Madame X είναι πιο βαθύ, πιο ουσιαστικό και απαιτεί να προσπεράσεις τα ανώδυνα χαμογελάκια, τη «loca»(!) διάθεση, τα προσποιητά κουνήματα και την αλλοπρόσαλλη παραγωγή για να το προσεγγίσεις. Κι αυτό ακριβώς θα επιχειρήσει τούτο το κείμενο. Αν ανήκετε λοιπόν σε εκείνους που περιμένουν στη γωνία να στηλιτεύσουν τη Madonna ή σε όσους δεν σηκώνουν κουβέντα για εκείνη, τότε προφανώς η παρούσα κριτική δεν σας αφορά –έχετε ήδη σχηματίσει γνώμη. Αν όμως σας απασχολεί σοβαρά η μουσική, ίσως βρείτε ερεθίσματα για γόνιμο διάλογο.

Προφανώς, η Madonna θεωρεί ότι κυκλοφόρησε ένα άλμπουμ γεμάτο ώριμα μηνύματα συμφιλίωσης, με επίκαιρους στίχους και προοδευτικούς ρυθμούς. Στην πραγματικότητα, το Madame X είναι γεμάτο πολιτικάντικα τσιτάτα και νοήματα που σε κάνουν να νιώθεις άβολα, επειδή ακούγονται παιδαριώδη. Το concept πάλι του δίσκου βασίζεται στην πολλαπλή περσόνα της Madame X, η οποία είναι: κατάσκοπος, μητέρα, παιδί, αγία, πόρνη και διάφορα άλλα (βάλε με τον νου σου τώρα). Όλα αυτά, όμως, δεν είναι παρά προσπάθειες να αποπροσανατολιστεί το κοινό με μια «σοφιστικέ» ψευδαίσθηση και με μηνύματα τα οποία θέλουν να γίνουν εύκολα hashtag. Τα καλέσματα αφύπνισης θα σε αγγίξουν λοιπόν συναισθηματικά μόνο αν θεωρείς ότι στην ταινία Eat Pray Love (2010) η Julia Roberts κάνει ένα φιλοσοφικό ταξίδι στα βάθη του γυναικείου ψυχισμού.

To Madame X είναι βέβαια πιο πολυποίκιλο στιλιστικά από το τσίγκινο MDNA του 2012 και διαθέτει πιο οικουμενική θεματική από το φασαριόζικο Rebel Heart του 2015. Όμως πόσα «Loca», «Mamacita», «Ay Papi», «Te Gusta» και «Tequila» να χωρέσει η δημιουργός του σε 4 λεπτά, για να μας πείσει –με το στανιό– ότι είναι αναγεννημένη λατινοσεξουάλα, η οποία στάζει χυμούς και ηδονίζεται με εξωτικούς ρυθμούς; Τον πανικό του «irrelevance», η Madonna τον ξορκίζει ξαπλώνοντας με τον Maluma στο βιντεοκλίπ του "Medellín" και αφήνοντάς τον να της φιλάει τα πόδια. Είναι άλλωστε πετυχημένος, με εκατομμύρια views και τα ανήλικα κορίτσια της υφηλίου τον ποθούν. Δεν υποτιμώ πάντως την κουλτούρα του Maluma. Άλλωστε από έναν αντίστοιχο Maluma, που έσφυζε από ανάγκες και ορμή, γεννήθηκε κάποτε και ο πύρινος έρωτας στο Σαν Πέδρο, χάρη στον οποίον η Μadonna χόρεψε αισθαντικά τον πλανήτη με το αψεγάδιαστο groove του “La Isla Bonita” (1986). 

Υποτιμώ ωστόσο τον τρόπο με τον οποίον η Madonna παριστάνει ότι βιώνει την εν λόγω συνεργασία. Δεν έχει σημασία, ασφαλώς: το «one, two, cha, cha, cha» μπορεί να σου έρθει να το τραγουδήσεις ασυναίσθητα και χωρίς κανέναν λόγο την ώρα που διαλέγεις τυριά στο σούπερ μάρκετ. Το ίδιο μπορεί να σου συμβεί και με το “Future”, χωρίς αυτό να ακυρώνει το γεγονός ότι πρόκειται για εύκολη reggae, αυτήν που συναντάς σε playlists ραδιοσταθμών με ονόματα όπως PowerMix FM, SuperHits Radio κτλ. Το “Future” ανήκει στα καλοκαιρινά χιτάκια που έχουν φτιαχτεί για να αλώσουν τα beach bar της Χαλκιδικής –και, κατά συνέπεια, να τα κάνουν αφόρητα. Αλλά ακόμη και με τέτοιες ασκήσεις νεότητας, ακόμα και με μια τόσο μπανάλ ενορχήστρωση, δεν συντρέχουν σοβαροί λόγοι για το (σχετικά γενναιόδωρο) 5άρι της βαθμολογίας. Πού βρίσκεται λοιπόν το μεγάλο πρόβλημα με το Madame X;

Κάπου μέσα στο “Crazy” υπάρχει μια αθώα μπαλάντα που μυρίζει τσίχλα φράουλα· όμως μετά το ξένοιαστο «you must think I'm crazy», έρχονται οι στίχοι «voce me poe tao louca». Γιατί, φυσικά, η Μadonna οφείλει να μας θυμίζει ότι η Λισαβόνα της άνοιξε το μυαλό. Αντίο λοιπόν μυρωδάτη μπαλάντα.

Κάπου μέσα στο “Dark Ballet” υπάρχει ένα τρυφερό καλούδι που θα έμπαινε άνετα στο Ray Of Light (1998)· αλλά δυστυχώς ο ρυθμός δεν βρίσκει ρεφρέν να ξαπλώσει. Και ξαφνικά, το πιάνο παίζει Τσαϊκόφσκι. Γιατί όχι; Και η Μαντόνα μας λέει «the storm isn’t in the air, it’s inside of us» (από τους πιο γελοίους στίχους που έχει ξεστομίσει). Γιατί, φυσικά, πρέπει να μας δείξει ότι η Λισαβόνα της άνοιξε τους ορίζοντες. Αντίο καλούδι που θυμίζεις Ray Of Light.

Το "God Control" διαθέτει τη ζουμερή ηχητική στόφα για να γίνει το καλύτερο τραγούδι του Madame X. Κουβαλάει άλλωστε την αστραφτερή και ολονύκτια disco soul που έλαμπε και στο Confessions On Α Dance Floor (2005). Κι ας τραγουδάει με μισόκλειστο στόμα η Madonna στην αρχή, κι ας προσπαθεί άτσαλα στο ρεφρέν να ικανοποιήσει το απωθημένο της για συνεργασία με τους Daft Punk (που την είχαν απορρίψει). Όμως εκεί ακριβώς που έπρεπε να μας παρασύρει η υγρή ντίσκο, έρχονται τα τσιτάτα περί οπλοκατοχής και τα καλέσματα αφύπνισης. Όσο ταιριάζει το ίδιο μήνυμα κατά της οπλοκατοχής στο ανυψωτικό “I Rise”, που είναι όντως όμορφο, άλλο τόσο μοιάζει ξένο σώμα στο “God Control”. Υπάρχει τρομερή ανακολουθία ανάμεσα στην εξωστρεφή διάθεση και στο διδακτικό μήνυμα. Το δε μάθημα έρχεται ακριβώς πάνω στο ηδονιστικό peak, που φέρνει μνήμες από Chic. Αντίο λοιπόν new age disco.

Από εκεί και πέρα, η συμβατική R'n'B του “Crave” ακούγεται ευχάριστα και το “Faz Gostoso” με τη Βραζιλιάνα Anitta την κάνει μια χαρά τη δουλειά του. Αλλού αρχίζουν οι σοβαρές ενστάσεις. Στον τρόπο λ.χ. με τον οποίον η εστεμμένη ντίβα προσεγγίζει σοβαρά ανθρώπινα ζητήματα, καταλήγοντας τελικά να μιλάει για τον εαυτό της –με τρόπο μάλιστα που συχνά τείνει στην παρωδία. Όπως συμβαίνει και στο εξώφυλλο, το οποίο έχω την εντύπωση ότι θέλει να τιμήσει τη Frida Kahlo, αλλά καταλήγει να θυμίζει εκείνο το αμήχανο tribute στην Αρίθα Φράνκλιν (όπου η Madonna έβγαλε λόγο, κάνοντας τελικά tribute στον εαυτό της). 

Προσέξτε επίσης το αναιμικό “Extreme Occident”, όπου μας λέει ότι δεν βρήκε απαντήσεις «far right», ούτε «far left», οπότε ακολούθησε την οδό του «κέντρου». Για όσους βέβαια ασπάζονται την πολιτική θεωρία των δύο άκρων, αυτό το μουσικό χαλί για γιόγκα μπορεί να τους ακουστεί «σοφό». Καλά έως εκεί. Όμως όταν το ανεκδιήγητο "Killers Who Are Partying" πλασάρεται ως τραγούδι αλληλεγγύης, δοκιμάζεται η ανοχή σου. Τι ακριβώς σημαίνει «θα είμαι το Ισλάμ, αν είναι μισητό»; Και τι σημαίνει «θα είμαι το Ισραήλ, αν είναι φυλακισμένο»; Πώς να πάρουμε στα σοβαρά την αλληλεγγύη στους «κατατρεγμένους», εν μέσω τόσης αλαζονείας;

Η μαντάρα από trap, cumbia, disco και τζαμαϊκανά beats αντέχεται σε πολλά σημεία. Ας όψεται η αγάπη. Όμως η tribal αφρικάνικη έκσταση με τη χορωδία των Batukadeiras στο “Batuka”, δεν καταπίνεται με τίποτα. Φαίνεται ότι, εκτός από την προσποιητή αισθαντικότητα των «slow down papi», η Madonna ποτίστηκε στη Λισαβόνα και με τον οριενταλισμό και την αποικιοκρατική ιστορία των Πορτογάλων. Στο “Batuka”, έτσι, καταλήγει αντιπαθητική καρικατούρα μιας πλουσίας με έντονη φιλανθρωπική δράση, η οποία χορεύει ξυπόλητη ανάμεσα στους ιθαγενείς γιατί «νιώθει» μαζί τους. 

Όλα τα παραπάνω ακούγονται αυστηρά, όμως δεν υπάρχει άλλος τρόπος να αντιμετωπίσεις τη Madonna, όταν γίνεται σκιά του εαυτού της. Γιατί κανείς δεν μπορεί να δεχτεί τόση προσποίηση από μια γυναίκα που έχει φέρει τον κόσμο ανάποδα ως material girl, ως αναγεννημένη παρθένα, ως καθολική αμαρτία, ως αμφισεξουαλική dominatrix, ως dancing queen, ως pop icon, ως fashion icon, ως icon τελεία. Η Madonna που αγαπήσαμε βρίσκεται τελικά μόνο στο “I Don’t Search I Find”, το οποίο φέρνει αναθυμιάσεις από το “Justify My Love” και το “Vogue”. Εκεί την απολαμβάνεις ξανά, γιατί φαίνεται περίτρανα το συγκριτικό πλεονέκτημα που έχει δημιουργήσει η αυτοκρατορική κληρονομιά της· με ποταμούς επιτυχιών, οι οποίοι ουδεμία σχέση έχουν με το στραβοχυμένο groove του (όποιου) “Future”.

Από το 1982, όταν ήταν ένα βέβηλο και φιλόδοξο κορίτσι που θαύμαζε τη αβίαστη γοητεία της Debbie Harry και ζήλευε το shock value της Grace Jones, μέχρι τη μεταμόρφωσή της σε ιερή πρέσβειρα του κόσμου και soccer mom ταγμένη στην Καμπάλα, τα χιλιόμετρα πορείας και τα κατορθώματα της Madonna δεν μπορεί να τα φτάσει κανείς. Γι’ αυτό και η κριτική οφείλει να είναι εξοντωτικά αναλυτική και παραπάνω αυστηρή. Αλλιώς θα ανήκουμε κι εμείς στο στρατόπεδο των εύκολων haters, όσων κράζουν τη «γριά» ή στους απροβλημάτιστους που δεν σηκώνουν κουβέντα για τη «θεάρα». Και τότε ο διάλογος θα είναι και άκαρπος και βαρετός.

{youtube}zv-sdTOw5cs{/youtube}

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured