Πρώτη φορά είδαμε τους Viceroy, το νεανικό indie rock τρίο από τη Θεσσαλονίκη, στο φεστιβάλ της Make Me Happy Records πέρυσι το χειμώνα. Κέρδισαν την προσοχή μας αμέσως, μιας και, παρά την νεαρή ηλικία τους (μόλις έχουν μπει στα μακάρια 20s) μας μετέφεραν σε ψαγμένα Λονδρέζικα υπόγεια, ακριβώς εκεί που αισθάνεσαι πως βρίσκεσαι μπροστά σε κάτι σπουδαίο. Λιγότερο από ένα χρόνο μετά, στις 17 Οκτωβρίου, κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο τους άλμπουμ Freedom Tastes Like Breakfast από την Make Me Happy παραδίδοντας ένα ντεμπούτο γεμάτο αυθορμητισμό, φωτεινές κιθάρες και την αφοπλιστική σιγουριά της άγνοιας κινδύνου.
Ο Άλεξ Ηλιάδης (μπάσο) και ο Νίκος Καμάκας (κιθάρα, φωνή) γνωρίστηκαν στο λύκειο, με αφορμή ένα live αφιερωμένο στους Joy Division, για το οποίο συνεργάστηκαν χωρίς να γνωρίζονται καν. Λίγο αργότερα προστέθηκε ο Γιώργος Γιαβασίδης στα τύμπανα, ολοκληρώνοντας τη σύνθεση της μπάντας. Από τότε, οι Viceroy λειτουργούν περισσότερο σαν παρέα που ψάχνει τον ήχο της με οδηγό τον ενθουσιασμό και το ένστικτο. Οι επιρροές τους απλώνονται από την τζαζ του John Coltrane και τον επί εποχής The Birthday Party Roland S. Howard, από την avant garde του Glenn Branca μέχρι το ελληνόφωνο ροκ και τις Τρύπες – μάλιστα, δηλώνουν περήφανα Θεσσαλονικείς, μιας και η συμπρωτεύουσα έχει διαχρονικά αναδείξει και στεγάσει μερικές από τις σημαντικότερες εγχώριες μπάντες.
Στον πρώτο τους δίσκο καταγράφονται όλα αυτά, αλλά κυρίως, η φρεσκάδα των νέων παιδιών που προσεγγίζουν τη μουσική και τη δημιουργία με ίσες ποσότητες χαράς και τσαμπουκά. Με αφορμή αυτό μιλήσαμε μαζί τους, πετυχαίνοντας τον Γιώργο στη Θεσσαλονίκη και τον Άλεξ και το Νίκο στη Φωκίωνος Νέγρη.
- Άλεξ, Νίκο, βρίσκεστε στην Αθήνα με αφορμή την εκδήλωση «Ναι, είμαι αυτός που κοροϊδεύατε! Ιστορίες bullying σε πρώτο πρόσωπο», μια διοργάνωση του Schoolwave Festival που φέρνει στο προσκήνιο τις εμπειρίες των ίδιων των παιδιών που έχουν βιώσει σχολικό εκφοβισμό. Πώς προέκυψε η σχέση σας με το Schoolwave;
Ν: Αρχικά δηλώσαμε συμμετοχή στο περσινό Schoolwave, που έλαβε χώρα τον Σεπτέμβριο του 2025, και μας δέχτηκαν. Φέτος τον Ιούλιο μας κάλεσαν εκ νέου και δεχτήκαμε με χαρά. Στο φεστιβάλ γενικά δεν υπάρχουν headliners, αυτή τη φορά ως καλεσμένοι ήμασταν η Ρένα Μόρφη και εμείς, κι ήταν πραγματικά πολύ ωραία. Πρώτον, γιατί το σετ μας ήταν μεγάλο (όχι το κλασσικό εικοσάλεπτο για τις μπάντες που δηλώνουν συμμετοχή), δεύτερον γιατί έγινε στην Τεχνόπολη, που είναι το καλύτερο stage στο οποίο έχουμε ως τώρα βρεθεί από τεχνικής άποψε. Και τρίτον, επειδή θέλουμε να υποστηρίζουμε τέτοιες φάσεις που βοηθούν νέες μπάντες. Κι εμάς μας βοήθησαν πολύ κι ήταν μια πολύ ωραία εμπειρία συνολικά.
Α: Ήταν μια πολύ ευχάριστη εμπειρία!
Γ: Ωραίο είναι και το παρεϊστικο vibe, επειδή μπορέσαμε να δούμε και μπάντες που είχαμε γνωρίσει πέρυσι και να περάσουμε χρόνο μαζί.
- Πώς ξεκίνησε η σχέση σας με τη μουσική;
Α: Εγώ είμαι σε ωδείο, κάνω μαθήματα, αλλά κανείς μας δεν έχει ακαδημαϊκές μουσικές σπουδές σε σχολείο ή πανεπιστήμιο. Ξεκίνησα πολύ μεταγενέστερα, στα 18 μου, αλλά ήμουν πολύ τυχερός και είχα ως δάσκαλο τον Γιάννη Παπαντριανταφύλλου και με έχει κάνει να γουστάρω φουλ τη μουσική.
Ν: Εγώ έκανα ιδιαίτερα για τρεις μήνες με τον Πάνο Τσακίρογλου, που ήταν σαν μέντορας για μένα, με πόρωνε – αυτό ήταν περισσότερο, παρά μάθημα. Απλά κάποια στιγμή έπιασα μια παλιά ακουστική κιθάρα του πατέρα μου για να παίξω Σιδηρόπουλο και μετά συνέχισα με την ηλεκτρική. Η ζημιά πρέπει να έγινε μέσα στην καραντίνα, γιατί είχα πάρα πολύ χρόνο για να παίζω κιθάρα. Που και πριν το ίδιο έκανα, απλά μέσα στην καραντίνα όλη τη μέρα είχα ένα ηχείο στο δωμάτιο και έβαζα τραγούδια ή δίσκους στο πικάπ κι έτσι έμαθα να παίζω.
Γ: Ξεκίνησα τα ντραμς λόγω του πατέρα μου που είναι κρουστός. Όταν ήμουν στο δημοτικό με ρώτησε αν θέλω να μάθω κάποιο όργανο και έτσι ξεκίνησα με τον Κώστα Αναστασιάδη κάποια εισαγωγικά μαθήματα. Κυρίως όμως μόνος μου το βρήκα, με την καθοδήγησή του φυσικά.
Ν: Να πω για τον Άλεξ πως όταν τον γνώρισα δεν έπαιζε μπάσο ούτε ένα χρόνο, και μέσα σε ένα καλοκαίρι έκανε ένα τεράστιο άλμα που συνήθως το βλέπεις σε τέσσερα πέντε χρόνια!
- Είστε η γενιά των παιδιών που πέρασε τις τελευταίες τάξεις του σχολείου στην καραντίνα, πράγμα που υποθέτω πως επηρέασε τις προτεραιότητες σας. Πώς το βιώσατε όλο αυτό;
Ν: Η καραντίνα με πέτυχε στην τρίτη γυμνασίου, όταν βρισκόμουν στο πιο punk κομμάτι της φάσης που έχω περάσει. Και όντως, ακούγοντας συνεχώς νέα μουσική και παίζοντας νιώθω ότι έμαθα πράγματα που μου βλέπουν πλέον φυσικά πάνω στο χέρι. Και επίσης διάβασα άπειρα βιβλία που με επηρέασαν πολύ, πράγμα που δεν μπορούσα να κάνω αργότερα. Η λογοτεχνία θεωρώ πως έχει παίξει πολύ σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα μου γενικά και του μουσικού χαρακτήρα μου ειδικότερα.
Α: Εγώ δεν έπαιζα ακόμη μουσική τότε, δεν άκουγα καν το είδος μουσικής που φτιάχνουμε. Το είχα ως άκουσμα από τον πατέρα μου, αλλά ξέρεις, όταν ήμουν έφηβος και άκουγα δικές μου μουσικές, δεν ήταν ούτε για πλάκα αυτό και ούτε με ενδιέφερε καθόλου αυτή η σκηνή. Ας πούμε, το πιο κοντινό που άκουγα ήταν ας πούμε ο Tyler the Creator και οι Gorillaz. Όμως μέχρι πριν την καραντίνα ήμουν πολύ πιο κλειστός και μετά άρχισα να ανοίγομαι, και να θέλω να ασχοληθώ με τη μουσική.
Γ: Μέσα στην καραντίνα διεύρυνα τους μουσικούς μου ορίζοντες, γιατί δεν μπορούσα να κάνω και κάτι άλλο. Και έπαιξα και πολλή μουσική, γιατί πριν ήταν δίλλημα το αν θα βγω έξω με την παρέα ή θα παίξω ντραμς, και πλέον δεν υπήρχε το δίλλημα αυτό.
- Με αφορμή αυτό που είπε ο Άλεξ, πως λίγα χρόνια πριν άκουγε πολύ διαφορετική μουσική, αναρωτιέμαι αν οι Viceroy είναι –προβοκατόρικα ρωτώντας – μία φάση που περνάτε.
Α: Όχι, ούτε καν. Οι Viceroy είναι αυτό στο οποίο έχουμε καταλήξει μετά από αυτή την εφηβική φάση εξερεύνησης και δοκιμής. Είναι το συμπέρασμα, αυτό που θέλουμε να κάνουμε τώρα κι αυτό που θέλουμε να συνεχίσουμε να κάνουμε.
Γ: Και εγώ το ίδιο νιώθω, πως όσο περνάει ο καιρός γινόμαστε ακόμη πιο πολύ Viceroy απ’ ότι ήμασταν χθες, αλλά ταυτόχρονα σε κάθε πρόβα αλλάζουμε, δεν θέλουμε να μείνουμε στατικοί. Όμως συνεχίζουμε να έχουμε την ίδια ταυτότητα, όταν ακούμε αυτό που κάνουμε δεν έχουμε αμφιβολία πως είναι εμείς.
Ν: Δεν βρεθήκαμε και είπαμε, πάμε να παίξουμε αυτή τη μουσική. Όλο το προηγούμενο καλοκαίρι κάναμε πρόβες τρεις, τέσσερις φορές την εβδομάδα, απλά βρισκόμασταν και παίζαμε. Μόνο του βγήκε όλο αυτό. Νιώθω ότι περπατάμε στο σκοτάδι και συνεχώς ανοίγουν φώτα στα οποία στεκόμαστε και λέμε, εδώ μας αρέσει, εδώ θέλουμε να μείνουμε. Κι έτσι γνωριστήκαμε ουσιαστικά, μέσω της μπάντας και μέσω της δημιουργίας, κι αυτό έβγαινε στη μουσική, σαν να είχαμε την ανάγκη να πούμε μέσα από το παίξιμο μας «αυτός είμαι, δες με». Έτσι δεθήκαμε και πλέον είμαστε παρέα, βγαίνουμε σχεδόν σε καθημερινή βάση πια.
- Θα λέγατε πως το άλμπουμ γεννήθηκε μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία;
Ν: Ναι, μέσα από τις πρόβες προέκυψαν έντεκα κομμάτια κι αφού τα ακούσαμε όλα καταλήξαμε στα εννιά. Είχαμε γράψει πάρα πολύ υλικό το καλοκαίρι, γενικά σε κάθε μας συνάντηση καταλήγουμε με κάτι νέο. Έτσι μας βγαίνει, προσπαθούμε να μην ρουτινιάζουμε. Από αυτά τα έντεκα τραγούδια μερικά ήταν πολύ διαφορετικά από αυτό που κατέληξαν αφού τα ηχογραφήσαμε και τα ακούσαμε στο στούντιο. Ήταν μια πάρα πολύ ωραία εμπειρία. Μέναμε και ηχογραφούσαμε στα Εξάρχεια (μια περιοχή που μας αρέσει πολύ), στο Electricity Sound με το Δημήτρη Σταϊκόπουλο. Μας βοήθησε πολύ κι εκείνος, και ο Joseph Powell των Youth Valley, ο οποίος ήταν ο παραγωγός μας και μας καθοδήγησε κατά τη διάρκεια του recording. Πιο πριν δεν είχαμε καμία σχέση με αυτό, απλά παίζαμε σε ένα δωμάτιο στον έκτο όροφο μιας πολυκατοικίας στη Θεσσαλονίκη με χαλασμένο ασανσέρ. Από την αρχή όμως γράφαμε συνειδητά κομμάτια για μία δισκογραφική δουλειά, ακολουθώντας μία αυτοσχεδιαστική προσέγγιση. Το βρίσκαμε όλοι μαζί. Και η Make Me Happy Records μας στήριξε πάρα πολύ, χωρίς αυτούς δεν θα μπορούσαμε ούτε να ηχογραφήσουμε το δίσκο ούτε να είμαστε εδώ και να μιλάμε αυτή τη στιγμή. Ο τίτλος του άλμπουμ είναι από ένα ποίημα του E. E. Cummings και νομίζω ότι ενώ όλα τα κομμάτια έχουν διαφορετικά πράγματα καταλήγουν στο να είσαι ο εαυτός σου όσο μπορείς, να αγαπήσεις τον εαυτό σου όπως είναι, χωρίς να σημαίνει βέβαια πως δεν μπορείς να βελτιώνεσαι. Είναι ένα μήνυμα για το ότι οι άνθρωποι είμαστε μία κοινότητα, μία οντότητα που πρέπει να κάνει συνολικά την προσπάθεια για να πάει μπροστά. Μέσα στο δίσκο δεν είναι μόνο οι μουσικές επιρροές, αλλά συνειδητά και ασυνείδητα εισχωρούν και οι ταινίες που έχουμε δει, τα βιβλία που έχουμε διαβάσει, πχ ο William Burroughs, ο Hemingway, ο Joyce, ο Καρυωτάκης. Όλα είναι κίνηση, όλα είναι κείμενο, όλα όμως είναι τοποθετημένα. Βλέπουμε την κίνηση στο μυαλό μας και κατευθυνόμαστε προς τα εκεί.
Γ: Έχουμε πολλές αναμνήσεις και πολλά συναισθήματα από τις μέρες των ηχογραφήσεων, και ήταν ένα πολύ μεγάλο μάθημα.
Α: Να δώσουμε credits και στις επιρροές μας στην ταινία Superbad!
- Πώς προέκυψε η συνεργασία σας με τη Make Me Happy Records.
Ν: Για όλα φταίει ο Διονύσης Σαββόπουλος!
Α: Μετά τις πρώτες μας, indie pop / shoegaze κυκλοφορίες, είχαμε στείλει σε διάφορες δισκογραφικές. Στην αρχή δεν μας είχαν απαντήσει. Κάποιο καιρό συμμετείχαμε στο Πικ Νικ Urban Festival στην παραλία της Θεσσαλονίκης, κι ενώ είχαμε ξεκινήσει να παίζουμε από το Δημαρχείο, το οποίο βρίσκεται ακριβώς απέναντι, μας ζήτησαν να σταματήσουμε γιατί την ίδια ώρα λάμβανε χώρα μία εκδήλωση για τον Διονύση Σαββόπουλο. Οπότε έπρεπε να περιμένουμε να τελειώσει για να συνεχίσουμε το υπόλοιπο μας σετ. Στα δύο τελευταία κομμάτια, κατά τύχη μας άκουσαν από τη Make Me Happy, εξ’ αιτίας αυτής της καθυστέρησης δηλαδή, και έπειτα επικοινώνησε μαζί μας ο Ian Σκιαδάς. Αρχικά μας κάλεσαν στο Meetup festival στην Αθήνα, και έπειτα μας πρότειναν να βγάλουν το δίσκο, πράγμα για το οποίο είμαστε ευγνώμονες.
Ν: Από τις 17 Οκτωβρίου κυκλοφορεί ψηφιακά και μέσα στο Νοέμβριο θα βγει και σε βινύλιο.
- Εκτός από το Meet-Up festival, στις 20 Σεπτέμβρη ανοίξατε για τους The Black Lips στη Θεσσαλονίκη.
Γ: Ναι, ήταν μια πολύ ωραία εμπειρία. Σαν άνθρωποι ήταν απίστευτοι, πολύ μεταδοτικοί και ανοιχτοί. Είναι μια μεγάλη μπάντα και είχαμε την τύχη να παίξουμε μαζί τους, να μιλήσουμε μαζί τους και να πιούμε και μπύρες μαζί. Όλο αυτό ήταν σαν γιορτή.
Ν: Ήταν εντελώς ακομπλεξάριστοι, κι αυτό δεν το πετυχαίνεις ούτε σε ελληνικές μπάντες αυτό.
Γ: Ναι, μας έδωσαν το ελεύθερο να κάνουμε ό,τι θέλουμε, να παίξουμε για όσο θέλουμε, μας είπαν, παίξτε όλα τα τραγούδια σας.
- Εκτός από την κυκλοφορία του άλμπουμ, να περιμένουμε κάτι άλλο από εσάς;
Ναι, στις 27 και 28 Νοεμβρίου θα παρουσιάσουμε το δίσκο σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα αντίστοιχα, με την βοήθεια των φίλων μας Mary’s Flower Superhead. Θα είναι πολύ ωραία, να έρθετε!