Πάντα υπήρχε κάτι βαθιά ανθρώπινο στη μουσική των Electric Litany: εκείνη η μελαγχολία που δεν ήταν ποτέ πόζα, αλλά τρόπος ύπαρξης. Με το Desires, τον τέταρτο σταθμό σε μια πορεία δεκαπέντε και πλέον χρόνων, η μπάντα μοιάζει να επιστρέφει στον πυρήνα μιας ξεχασμένης, αλλά σταθερής, συνείδησης. Όχι όμως για να επαναλάβει τον εαυτό της, αλλά για να θυμηθεί από πού ξεκίνησε και τι, πιθανόν, μπορεί να έχασε σε αυτή την μακρόχρονη διαδρομή.
Σε αυτό το τελευταίο τους άλμπουμ η μουσική τους αναπνέει πιο αληθινά, σαν ζωντανό σώμα: συστέλλεται, απλώνεται, ξαναμαζεύεται, κρατιέται, αφήνεται, τεντώνεται, δυναμώνει. Η φωνή του Αλέξανδρου Μίαρη (πάντα το εύθραυστο επίκεντρο της μπάντας) ακούγεται σαν μια εξομολόγηση που ειπώθηκε στο σκοτάδι και κατά λάθος βρέθηκε γραμμένη στο tape. Πίσω της, οι Richard Simic και Jason Tsontilis υφαίνουν ένα τοπίο που δεν ξέρεις αν γεννήθηκε σε στούντιο ή σε κάποιο δωμάτιο όπου έπεφτε μεσάνυχτα το φως της λάμπας του δρόμου: τύμπανα που ανοίγουν και κλείνουν σαν παλμοί καρδιάς, κιθάρες που στριφογυρνάνε σας αναμνήσεις, ηλεκτρονικά που κυλούν σαν υγρά όνειρα.
Αυτό, όμως, που κάνει το άλμπουμ να ξεχωρίζει (και ειδικά μέσα στην ετήσια εγχώρια παραγωγή του 2025), είναι πώς πάνω απ’ όλα, μέσα του κυριαρχεί ένα αίσθημα: το Desires δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει κανέναν. Θέλει μόνο να υπάρξει. Να ακουμπήσει την εσωτερική ζωή χωρίς να την εξηγήσει. Να ρωτήσει (έστω ψιθυριστά, ή πιο χαμηλόφωνα) αν έχει μείνει κάτι αληθινό σε μια εποχή όπου η πραγματικότητα μοιάζει τόσο curated.
Γι΄αυτό, ο νέος δίσκος των Electric Litany δεν είναι απλώς το επόμενο κεφάλαιο τους. Είναι, περισσότερο, μια επιστροφή στην ουσία. Και ίσως γι’ αυτό να είναι και ο πιο τολμηρός.
Με αφορμή το Desires, μιλήσαμε με τον Αλέξανδρο Μίαρη για την μνήμη, την αλήθεια, τη φθορά και την πολιτική της τέχνης· για το Λονδίνο και την Αθήνα· για την επιβίωση, την ανάγκη και την εποχή που παράγει μουσική για τον αλγόριθμο. Και κυρίως, για το τι σημαίνει να συνεχίζεις να δημιουργείς όταν όλα γύρω σου σε καλούν να σωπάσεις.
- Το Desires μου έδωσε την εντύπωση πως δεν «αναζητά εντυπωσιασμό», αλλά μνήμη. Τι ήταν αυτό που νιώσατε πως έπρεπε να θυμηθεί η μπάντα ύστερα από δεκαπέντε χρόνια πορείας;
Ίσως αυτό που έπρεπε να θυμηθούμε δεν ήταν ένα συγκεκριμένο γεγονός, αλλά μια στάση περισσότερο. Νομίζω πως η μπάντα έπρεπε να θυμηθεί την αρχική της αλήθεια. Την ανάγκη για μουσική που δεν επιδιώκει εντυπωσιασμό, αλλά δημιουργεί έναν χώρο για να υπάρξουμε πιο αυθεντικά. Έτσι και ο τρόπος γραφής και ηχογράφησης ήταν κάτι τέτοιο. Παίξαμε ζωντανά, κρατήσαμε λάθη και αναπνοές που δίνουν έναν πιο ειλικρινή χαρακτήρα της εποχής που γράφτηκε.
- Και η αλήθεια είναι πως ο ήχος σας σήμερα ακούγεται πιο ώριμος, πιο εσωστρεφής αλλά και ταυτόχρονα πιο τολμηρός. Αυτή η αλλαγή ήταν συνειδητή επιλογή ή φυσική εξέλιξη;
Η αλλαγή είναι μια πολύ καθαρή προσωπική απόφαση που υπάρχει ως δεύτερη φύση. Κάνω μουσική γιατί θέλω να ανακαλύπτω νέες εκφράσεις, νέα τοπία και τελικά νέα πράγματα για τον ίδιο μου τον εαυτό. Το να μείνει η ηχητική έκφραση ίδια, μόνο και μόνο επειδή κάτι κάποτε λειτούργησε, για μένα είναι ένας μικρός θάνατος, και καλύτερα κάποιος να τα παρατάει όταν καταλήγει εκεί. Οπότε ο ήχος μας αλλάζει γιατί αλλάζουμε και εμείς. Είναι ο μόνος τρόπος να μείνει ζωντανό αυτό που κάνουμε.
- Στην καρδιά του δίσκου υπάρχει ένα ερώτημα: αν η πραγματικότητα είναι πλέον μια επιμελημένη κατασκευή, έχει σημασία τι είναι αληθινό; Πώς τοποθετήστε απέναντι σε αυτό;
Το ερώτημα του «τι είναι αληθινό;» σήμερα μοιάζει όλο και πιο δύσκολο να απαντηθεί. Προσωπικά, και ως μπάντα, μας ενδιαφέρει αυτό το μετέωρο σημείο. Καλλιτεχνικά, εκεί βρίσκεται κάτι πολύ ενδιαφέρον, γιατί σε αναγκάζει να σταθείς χωρίς έτοιμες βεβαιότητες. Υπάρχει ένα συγκλονιστικό βιβλίο του Ζαν Ζενέ, Ο Σκοινοβάτης, που μιλά για την ιδέα ότι ο καλλιτέχνης καλείται να σταθεί σε μια κόψη, σε ένα όριο χωρίς καμία ασφάλεια. Και μόνο αν ρισκάρεις να περπατήσεις σε αυτή τη λεπτή ισορροπία μπορείς να συναντήσεις κάτι γνήσιο.
- Ο δίσκος ηχογραφήθηκε στο στούντιο Fish Factory στο Λονδίνο, με προσθήκες που έγιναν στην Αθήνα. Πόσο μπορεί να επηρεάζει ο τόπος την ατμόσφαιρα της μουσικής σας; Νιώθετε «ανάμεσα» σε δύο χώρες ή σε καμία;
Σίγουρα μας επηρεάζει ο τόπος. Το Fish Factory είναι ίσως το αγαπημένο μας στούντιο. Βρίσκεται κυριολεκτικά σε ένα από τα πιο άσχημα μέρη της γης, το Neasden, μέσα σε ένα πρώην εργοστάσιο ψαριών. Το περιβάλλον εκεί, το να ζούμε και να γράφουμε μέσα σε αυτό, κάνει τη μουσική και τον δημιουργικό χώρο έναν μονόδρομο. Σε αντίθεση με τον ήλιο της Κέρκυρας: όποτε πήγαμε να γράψουμε εκεί, δυσκολευτήκαμε, γιατί είναι τόσο όμορφα που απλώς θέλεις να είσαι έξω και να κάνεις τον τουρίστα. Το κομμάτι της Αθήνας αφορά κυρίως τις μίξεις, που τις κάναμε με έναν καλό φίλο, τον Μιχάλη Σκαρακή, στο Studio 133. Εκεί ο ήχος πήρε την τελική του μορφή, και λόγω της σχέσης, αλλά και λόγω των μηχανημάτων του ίδιου του χώρου.
- Τα τελευταία χρόνια μιλάμε για «άνθηση» της ελληνικής σκηνής, αλλά πολλοί καλλιτέχνες βιώνουν το αντίθετο. Εσείς πώς βλέπετε αυτή την αντίφαση από μέσα;
Η αντίφαση αυτή δεν είναι τυχαία. Το πώς μπορεί να ζήσει ένας μουσικός είναι επίσης πολιτική και οικονομική συνθήκη. Όπου υπάρχει εκμετάλλευση , τα πρώτα χρήματα που εξαφανίζονται είναι αυτά που θα μπορούσαν να στηρίξουν την τέχνη. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Τον χώρο που θα μπορούσε να έχει η τέχνη τον καταλαμβάνουν όλο και περισσότερο μουσικές πιο «κυβερνητικές», πιο εύκολες… Μουσικές που δεν ζητούν αναζήτηση και πνευματική κόπωση. Το θέαμα προτιμά ό,τι δεν το αμφισβητεί. Η περισσότερη μουσική που συνήθως βγάζει λεφτά είναι αυτή που υπακούει πλήρως στους κανόνες της αγοράς και παράγει ήχο για κατανάλωση. Το τοπίο μοιάζει περισσότερο με αυτό που περιέγραφε ο Debord: μια σκηνή όπου το θέαμα καταλαμβάνει τον χώρο της τέχνης. Η αληθινή δημιουργία δεν χωράει εύκολα σε αυτό το σύστημα, αλλά ίσως εκεί βρίσκεται η δύναμη και η ελευθερία της.
- Όσο κι αν ακούγεται "κλισέ" ερώτηση, τι πιστεύεις εσύ Αλέξανδρε; Η Ελλάδα στηρίζει τους καλλιτέχνες της ή απλώς τους χειροκροτεί όταν πετυχαίνουν στο εξωτερικό;
Μα, εδώ δεν υπάρχουν πραγματικές δομές για ανέργους και ασθενείς, σιγά μην υπήρχαν για τους καλλιτέχνες. Φιλότιμη επιβίωση, σωστά το είπες. Η Ελλάδα (ναι, γενικεύω) έχει μια συνήθεια να στηρίζει τους καλλιτέχνες της μόνο όταν μπορούν να λειτουργήσουν ως αφήγημα επιτυχίας, κάτι που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως καύχημα. Η χώρα ενθουσιάζεται με το σύμβολο, όχι με τον άνθρωπο που παλεύει μέσα στην καθημερινότητα, ανάμεσα σε ελλείψεις, γραφειοκρατία και συνεχείς υποτιμήσεις. Γι' αυτό οι καλλιτέχνες στην Ελλάδα συνεχίζουν να υπάρχουν παρά το σύστημα, κι όχι χάρη σε αυτό.
- Ποια είναι η μεγαλύτερη διαφορά ανάμεσα σε μια σκηνή με υποδομές και σε μια σκηνή που στηρίζεται στον ενθουσιασμό και την αυτοοργάνωση;
Η αυτοοργάνωση εδώ στην Ελλάδα έχει μια ομορφιά, αλλά και μια φανερή φθορά. Μπορεί να γεννήσει πολύ ζωντανές ιδέες, αλλά συχνά χωρίς διάρκεια, γιατί λείπει η υποστήριξη που θα τις κρατήσει σε βάθος χρόνου. Στο Λονδίνο υπάρχουν υποδομές, χώροι, μια ολόκληρη μηχανή που στηρίζει τη δημιουργία σε έναν βαθμό. Αυτό προσφέρει μια αίσθηση ότι μπορείς να χτίσεις κάτι με συνέπεια. Αλλά ταυτόχρονα το περιβάλλον είναι πιο άγριο και σκληρό. Η ζωή είναι πιο απαιτητική και η πίεση μεγαλύτερη. Εμείς, ζούμε ανάμεσα σε αυτά τα δύο άκρα και μάλλον αυτός ο διχασμός διαμορφώνει και τον χαρακτήρα μας ως μπάντα.
- Τι θα αλλάζατε πρώτο στην Ελλάδα σε σχέση με τη στήριξη των καλλιτεχνών;
Αν άλλαζε κάτι πρώτο, θα ήταν η ίδια η αντίληψη για την τέχνη: να αναγνωριστεί όχι ως διακόσμηση, αλλά ως δημόσιο και κοινωνικό αγαθό. Ένα άλλο πολιτικό σύστημα από την αρχή, όπου η τέχνη έχει την αξία που της αρμόζει και δεν αντιμετωπίζεται σαν περιττή πολυτέλεια. Δεν λέω ότι οι δυτικές δημοκρατίες είναι άριστες σε αυτό το κομμάτι – αλλά ακόμα και αυτές δεν θα ανεχόντουσαν μια α-τέχνη υπουργό Πολιτισμού να βγάζει τη γλώσσα στον κόσμο, όταν ξεκλέβει λίγο χρόνο από φωτογραφήσεις με παπάδες.
- Άρα, υπάρχει χώρος για ριζικά νέες προσεγγίσεις ή μήπως έχουμε εγκλωβιστεί σε ένα "δήθεν" αισθητικό ρεύμα;
Υπάρχει πάντα μια αισθητική μόδας που πολλοί προσπαθούν να ακολουθήσουν – συμβαίνει τώρα, συνέβαινε πάντα. Είναι ο εύκολος δρόμος και η αγορά τον επιβραβεύει. Αλλά πάντα υπάρχει χώρος για ριζοσπαστικές προσεγγίσεις. Η πραγματική δημιουργία δεν κινείται με βάση τα ρεύματα. Η αληθινή πράξη, όπως θα έλεγε και ο Καμύ, γεννιέται όταν ο άνθρωπος στέκεται μόνος απέναντι στο παράλογο.
- Ξέρεις, δεν μου αρέσουν οι συμβουλές, αλλά σε φιλικό επίπεδο, τι θα λέγατε σε έναν καλλιτέχνη που σκέφτεται να φύγει στο εξωτερικό;
Αν το θέλει πολύ, αξίζει να το κάνει. Το να φύγεις ανοίγει ορίζοντες και νέες οπτικές. Και αν δεν του ταιριάξει, δεν υπάρχει κανένα δράμα. Μπορεί πάντα να επιστρέψει. Είναι πολύ σημαντικό να μη μείνει με την απορία.
- Ας πάμε σε κάτι πιο σύγχρονο και επίσης προβληματικό τελευταία. Μήπως έχουμε αρχίσει να παράγουμε μουσική για τον αλγόριθμο αντί για την ανάγκη;
Αυτό δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο, είναι παγκόσμιο. Πολλοί πλέον φτιάχνουν μουσική με βάση τον αλγόριθμο και όχι κάποια ανάγκη μέσα τους. Πολλές φορές φαίνεται γκροτέσκο και σχεδόν τραγελαφικό, όταν η προσπάθεια επίδειξης είναι προφανής. Είναι ένα μιμητικό σημάδι των καιρών – ένας κύκλος όπου πολλοί αντιγράφουν επειδή τώρα «δουλεύει», μέχρι να έρθει εκείνη η στιγμή και να μην σημαίνει τίποτα. Το θέαμα δεν ενδιαφέρεται για την αλήθεια, αλλά για την αναπαραγωγή του εαυτού του. Και μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η πραγματική και ειλικρινής δημιουργία γίνεται πράξη αντίστασης.
- Και τι σημαίνει να δημιουργείς μουσική σε μια χώρα όπου η επιβίωση είναι βασική προτεραιότητα;
Όταν η επιβίωση είναι η βασική προτεραιότητα, τότε ναι – η βασική προτεραιότητα είναι η επιβίωση. Η μουσική έκφραση είναι σημαντική, αλλά για να την εκτιμήσεις πρέπει πρώτα είσαι ζωντανός και να ζεις αξιοπρεπώς. Σε αυτή τη συνθήκη δεν μπορούμε να βάλουμε την τέχνη πάνω από όλα. Αυτό που μπορεί να κάνει είναι να σταθεί δίπλα: να βάλει πλάτη, να φωτίσει και να εμπνεύσει όσο μπορεί. Να μας δώσει έναν μικρό χώρο όπου μπορούμε να φανταστούμε τον κόσμο αλλιώς. Και ίσως, μέσα από αυτό, να ξαναβρούμε κάποια στιγμή τη δύναμη να εξεγερθούμε.
- Εγώ πιστεύω και το λέω σε όλους: «Λιγότερη παραγωγή και περισσότερη ποιότητα»: Εσείς τι λέτε, είναι λύση ή ελιτισμός;
Ο όγκος από μόνος του δεν λέει κάτι ιδιαίτερο. Το ζητούμενο για μένα είναι η μουσική να γεννιέται από μια πραγματική ανάγκη για έκφραση, όχι από πίεση ή φόρμουλα – και ας είναι ό,τι είναι ποιοτικά. Σε έναν κόσμο που συχνά μοιάζει παράλογος, όπως θα έλεγαν και οι υπαρξιστές, η μουσική μπορεί και πρέπει να γίνει ένας μικρός χώρος αλληλεγγύης. Κάτι που μας ενώνει και μας βοηθά να σταθούμε απέναντι στο "absurd".
ΙΝΦΟ: ELECTRIC LITANY "DESIRES" release show
ΚΥΡΙΑΚΗ 21 ΔEKEMBΡIOY 2025 | GAZARTE GROUND STAGE
Special Guests: KEPLER IS FREE
Εισιτήρια: Προπώληση: 15€ • Ταμείο: 17€
Ώρα προσέλευσης: 20:00
Ώρα έναρξης: 21:00
Παραγωγή: Gazarte, Electric Litany









