Μια φορά κι έναν καιρό, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η μαυρομεταλλική Βόρεια Ευρώπη είχε χωριστεί σε δυόμισι στρατόπεδα: τη Νορβηγία από τη μία και τη Φινλανδία από την άλλη (το μισό ήταν η σχετικά νερόβραστη Σουηδία).

Οι γραφικότατοι διαπληκτισμοί καλά κρατούσαν, μετουσιωμένοι κυρίως σε τηλεφωνικές φάρσες και αναθεματισμούς σε οπισθόφυλλα δίσκων. Σπαρταριστές εποχές, οι οποίες όμως κάπως έβαλαν κι αυτές το λιθαράκι τους στη διαμόρφωση των δύο σκηνών. Κι αν η Νορβηγική έθεσε τις βάσεις για σχεδόν όλο το black metal, η Φινλανδική κυριαρχήθηκε από έναν αέρα avant-garde ακρότητας με μπροστάρηδες τους Beherit, παραδίδοντας άκρως ξεχωριστή σοδειά δίσκων. Το πώς τώρα κατέληξε να κοπιάρει ασύστολα τους Darkthrone, χάνοντας για τουλάχιστον μία δεκαετία ('00s) τον ξεχωριστό της χαρακτήρα, είναι απορίας άξιο.

Οι Black Crucifixion ήταν ιδιάζουσα περίπτωση, ενδεικτική του φινλανδικού χάους και της διαφορετικότητας που αυτό εκκόλαψε. Στις αρχές των 1990s κυκλοφόρησαν ένα μυστήριο demo (“The Fallen One in Flames”, στο οποίο συμμετείχε και ο Nuclear Holocausto Vengeance), κι ένα ακόμη πιο εξαιρετικό και μη εύκολα κατατάξιμο EP, το Promethean Gift (1993). Έπειτα σιώπησαν για 13 χρόνια, επιστρέφοντας στα μέσα των '00s με το επίσης πολυσυλλεκτικό Faustian Dream· από τότε, δισκογραφούν αραιά και πού. Τώρα, 5 χρόνια μετά το καλό Coronation Οf King Darkness, το φινλανδικό κουαρτέτο επανέρχεται με το Lightless Violent Chaos, κοσμούμενο από ένα αριστοτεχνικά στημένο εξώφυλλο. Αλλά εξίσου ικανοποιητικό αποδεικνύεται και το περιεχόμενο, επιβεβαιώνοντας πως το 2018 είναι πολύ καλή χρονιά για τη μουσική ποικιλία και τον πειραματισμό.

Το 4ο ολοκληρωμένο άλμπουμ των Black Crucifixion είναι ένα λιτό χωνευτήρι ήχων που κινούνται από το μελωδικό black metal μέχρι το darkwave και το hard rock. Αν οι Cult τζάμαραν με τους Celtic Frost και οι Killing Joke με τους Primordial και τους Sisters Of Mercy, το αποτέλεσμα κάπως έτσι θα έμοιαζε. Κομμάτια με αρκετό groove και μελωδία, με ευθείες δομές και ένα φευγαλέο επικό στοιχείο. Οι Countess και οι Root είναι ίσως τα μόνα σημεία σύγκρισης που μπορούν συνειρμικά να βρεθούν, δίχως όμως να υπάρχει τεράστια ταύτιση.

Εδώ έχουμε ανατολίτικη μυσταγωγία και ονειρική μελαγχολία (α-λα-“Into The Pandemonium”), η οποία προωθείται με επίπεδης τονικότητας gothic φωνητικά, λεπτές σπινθηροβόλες κιθάρες (με κάποια αναπάντεχα ζεστά σόλο), και ελαφρώς χορευτικό ρυθμικό μέρος. Δεν λείπουν και κάποιες μπαλαντοειδούς υφής φωνητικές ερμηνείες, οι οποίες οριακά δεν πέφτουν στο γραφικό μέρος του φάσματος. Τα δε θέματα είναι λακωνικά σε ποικιλία, ξεχωρίζουν όμως λόγω της εγγενούς δυναμικής τους και είναι όσο πιασάρικα πρέπει. Στα ηλεκτρικά σημεία ο ήχος παραμένει στιβαρός και πηχτός, με άρτια οργανική πλέξη στην παραγωγή. Όσο για την επιρροή των Primordial, οι Ιρλανδοί ενυπάρχουν αφενός στο διάχυτο επικό στοιχείο, αφετέρου σε κάποιους tribal ρυθμικούς τυμπανισμούς, όπως και στον πύρινο ήχο ορισμένων riffs (χαρακτηριστικά στο τελευταίο κομμάτι “Intuition”).

Τα 7 κομμάτια του Lightless Violent Chaos καταφέρνουν να έχουν εθιστικό χαρακτήρα και παράλληλα να επαναφέρουν στο προσκήνιο την παράξενη φύση του φινλανδικού ακραίου metal, με τον ίδιο τρόπο που το έκαναν και οι Beherit στο Engram του 2009 (η κυκλοφορία αμφότερων δίσκων από τη Spinefarm μόνο τυχαία δεν είναι). Εν τέλει υπάρχει κάτι το πολύ ικανοποιητικό στο να ακούς ακομπλεξάριστους μεσήλικες να γράφουν ποικιλόμορφη μουσική που ακούγεται γοητευτικά ολόφρεσκη, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι ενσωματώνει κι ένα είδος (darkwave) του οποίου η πρόσμιξη με το metal οδηγεί συνήθως σε τραγελαφικά αποτελέσματα.

{youtube}gfCIFt0y7pk{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured