Είναι ανακουφιστικό να συνειδητοποιείς ότι ελάχιστα έχουν αλλάξει στον ήχο των Grizzly Bear, 5 χρόνια μετά την τελευταία τους προσπάθεια. Χρονική απόσταση μέσα στην οποία οι μηχανισμοί λειτουργίας της μουσικής βιομηχανίας έχουν μεταβληθεί δραματικά, όντας έτσι ικανοί να πετάξουν εκτός «φάσης» μπάντες που παραμένουν πιστές στις θεμελιώδεις αρετές τους.

Από τις πρώτες στιγμές του 5ου εγχειρήματος των Αμερικανών, γίνεται φανερό ότι ο χρόνος που πήραν δεν ήταν για να συντονιστούν με ό,τι θεωρείται cool το 2017, ούτε όμως και για να τελειοποιήσουν κάποιο κοινωνικοπολιτικό μανιφέστο για τους σκοτεινούς καιρούς στους οποίους ζούμε. Και είναι εξίσου ανακουφιστικό να συνειδητοποιείς πως το Painted Ruins είναι απλώς μία συλλογή 11 τραγουδιών, που συγκεντρώνει όλα εκείνα τα οικεία στοιχεία που ανέδειξαν τη μπάντα ως μία από τις σημαντικότερες της γενιάς της: οι α-λα-Beach Boys αρμονίες, η baroque pop πολυπλοκότητα και οι αρπισμοί ψυχεδελικής folk συνυφαίνονται σε ένα μελωδικό μωσαϊκό υψηλής αισθητικής.

Ακόμη και όσες μικρές αλλαγές διαφαίνονται, λειτουργούν υπέρ των Grizzly Bear. Η σημαντικότερη είναι πως επιτέλους χαλάρωσαν. Έχουν ξεφορτωθεί ένα είδος «ευθύνης» που κουβαλούσαν στους προηγούμενους δίσκους και περισσότερο στο Shields του 2012, εκείνον δηλαδή τον ρόλο του τελευταίου θεματοφύλακα του «αληθινού indie πνεύματος». Ως τώρα, η ακαδημαϊκή, κάπως αποστασιοποιημένη προσέγγιση απέναντι στις πηγές τους, καθρεφτιζόταν πολλές φορές και στην καρδιά των καλύτερων στιγμών τους –γι’ αυτό και ο Simon Reynolds τους χαρακτήρισε ως μπάντα που παίζει «ροκ του συλλέκτη δίσκων», υπό την έννοια ότι η μουσική τους φάνταζε ως ένα αυστηρό άθροισμα από ερεθίσματα· ένα προϊόν ψυχρών μαθηματικών.

Όχι ότι αποφεύγουν κάτι τέτοιο στο Painted Ruins. Απλώς φαίνεται να το διασκεδάζουν περισσότερο. Στο “Aquarian”, λ.χ., ένα από τα καλύτερα κομμάτια που έχουν γράψει στην πορεία τους, βρίσκουν μία μαγευτική εναλλαγή συγχορδιών, την οποία κάποτε θα τραβούσαν σε ένα επικό 8λεπτο τραγούδι. Τώρα όμως ολοκληρώνεται ακριβώς στο σημείο όπου ο ακροατής έχει αδράξει τα μέγιστα και πλήρως απαραίτητα. Επιπλέον, η αυξημένη χρήση synths, οι πιο pop μπασογραμμές στη μέχρι τώρα δισκογραφία τους, αλλά και οι μικρότερες γενικά διάρκειες των τραγουδιών, συνηγορούν προς αυτήν την πιο ελαφριά κατεύθυνση.

Καταφέρνουν επίσης να αποφύγουν τα στιχουργικά κλισέ, παρόλο που οι ζωές των 4 μελών της μπάντας έδωσαν τροφή για πολλά τέτοια, στα 5 χρόνια που μεσολάβησαν από το Shields. Δεν υπάρχει κάποιο ενιαίο, θεματικό αφήγημα στο Painted Ruins, παρά μόνο ίσως αυτό των εσωτερικών, συναισθηματικών συγκρούσεων που πυροδότησε τόσο ο χωρισμός του Ed Droste με τον άντρα του, όσο και οι σκέψεις γύρω από το πώς πρέπει να αντιδράει ένα ενήλικο, σκεπτόμενο ον απέναντι στην κατάσταση του κόσμου σήμερα.

Όπως όμως συμβαίνει πάντα στους δίσκους των Grizzly Bear, ο λόγος παραμένει αινιγματικός και αφαιρετικός, ταιριάζοντας γάντι στη μυστηριακή αύρα των τραγουδιών τους. Στο “Sky Took Hold” βρίσκεται το πιο λαμπρό δείγμα της παραπάνω ημι-αυτοβιογραφικής προσέγγισης, με τους στίχους «Since I was a young boy, it was always there/Inside me growing, none of it seems fair/I’ve come to accept it, let it take the stage/And leave me helpless, watching far away» να διαμορφώνουν ένα ρευστό, συγκρουσιακό, συναισθηματικό τοπίο.

Αν μπορεί να καταλογίσει κανείς κάτι αρνητικό στον δίσκο, θα έχει να κάνει με την άλλη πλευρά στο νόμισμα του αρχικού του πλεονεκτήματος. Το γεγονός δηλαδή ότι το Painted Ruins θα μπορούσε να κυκλοφορήσει οποιαδήποτε στιγμή από τα μέσα των zeros μέχρι σήμερα, στέκεται και ως ένδειξη της στασιμότητας του ήχου που υπηρετεί το σχήμα. Η μουσειακή χρήση του τύπου «κοίτα πως ήταν κάποτε το τίμιο το indie», υπενθυμίζει αυτήν ακριβώς την αδυναμία εξέλιξης. To “Mourning Sound”, για παράδειγμα, θα ήθελε να ήταν το “Two Weeks” του σήμερα, αλλά απλώς δεν μπορεί. Όχι γιατί δεν είναι καλό, αλλά γιατί εκείνες οι μέρες ανήκουν στο παρελθόν.

Εν τέλει το Painted Ruins είναι ένας δίσκος που γιορτάζει τον συγκερασμό εγκεφαλικότητας και συναισθηματισμού, ανταμείβοντας γενναιόδωρα τον υπομονετικό ακροατή, όπως δηλαδή κάθε καλό άλμπουμ των Grizzly Bear. «It’s Chaos, but it works» επαναλαμβάνει με συναισθηματική φόρτιση ο Ed Droste στο “Four Cypresses”, συνοψίζοντας τη φιλοσοφία του γκρουπ. Και όταν δουλεύει, δουλεύει για τα καλά.

{youtube}CurpyTAmmgg{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured