Όχι για τον ύπνο, αλλά από τον ύπνο.

Η πρόθεση κάνει διαφορά, καθώς θεωρητικά ο Max Richter δεν προσπαθεί εδώ απλώς να φτιάξει το σάουντρακ που θα μας ρίξει στις γλυκές αγκάλες του Μορφέα (παρόλο που είναι κι αυτό στις δεδηλωμένες προθέσεις του: «ελπίζω ο ακροατής να αποκοιμηθεί ακούγοντάς το», γράφει). Επιχειρεί περισσότερο να εξετάσει εάν υπάρχει χώρος στον ύπνο για τη μουσική· να προσεγγίσει με την τελευταία τη μεταιχμιακή εκείνη συνθήκη της ύπαρξης, όπου οι αισθήσεις είναι μεν τυπικώς παρούσες, η συνείδηση όμως φαίνεται να απουσιάζει. Εκεί, αν θέλετε, όπου το αγγλικό ρήμα hear –δηλαδή η φυσική ικανότητα του αυτιού να προσλαμβάνει τον ήχο– δεν βρίσκει την καύσιμη ύλη για να μετατραπεί σε listen, στην ηθελημένη δηλαδή εστίαση της ακοής σ’ ένα συγκεκριμένο ερέθισμα. Τουλάχιστον όχι με την τυπική σημασία των λέξεων.

Πώς λοιπόν αντιλαμβανόμαστε τη μουσική όταν κοιμόμαστε; Είναι ένα ερώτημα κι αυτό. Και αποκτά νόημα αν σκεφτούμε ότι έχουμε, γενικώς, την ικανότητα να ενσωματώνουμε ήχους (π.χ. τον καταραμένο του ξυπνητηριού) στη ροή των ονείρων μας. Επιπλέον, μπορεί το ζήτημα να πάρει κι άλλες διαστάσεις, λ.χ. πολιτικές. Ο ίδιος ο Richter προσθέτει τις τελευταίες, γράφοντας πως το Sleep «είναι το προσωπικό [τ]ου νανούρισμα για έναν φρενήρη κόσμο –ένα μανιφέστο για πιο αργούς ρυθμούς ύπαρξης». Κάτι που μπορεί να αναγνωστεί ως ένα πολύ καίριο σχόλιο για μια ανθρωπότητα που μοιάζει διαρκώς να μην βρίσκει χρόνο.

Σ’ ένα κάπως πιο πρακτικό επίπεδο, μπορούμε να αναρωτηθούμε γύρω από το πώς είναι δυνατό να προσεγγιστεί μια τέτοια θεματολογία· πώς δηλαδή μπορεί να γίνει η σύνδεση της μουσικής με τον ύπνο, έτσι ώστε το From Sleep να είναι όντως από τον ύπνο. Δίνοντας μια λιγάκι μεταφυσική διάσταση, ο Richter μας λέει: «σκέφτομαι συχνά τη σύνθεση ως μια δραστηριότητα ονειροπόλησης [daydreaming activity]». Γνωρίζει όμως ότι κάτι τέτοιο δεν είναι αρκετό κι έτσι εμπιστεύεται την τεχνοκρατία, λαμβάνοντας συμβουλές από τον νευρολόγο David Eagleman. Εδώ, υποθέτω, μπαίνουνε στο κόλπο οι νευρώνες του εγκεφάλου, ποιοι και πώς διεγείρονται στις δύο δραστηριότητες, στην ακρόαση της μουσικής και στον ύπνο.

Να μην τα πολυλογώ, το τεστ το έκανα. Δεν απαιτεί άλλωστε κόπο, χώρια ότι είναι μάλλον η μοναδική ευκαιρία να την πέσω για ύπνο προφασιζόμενος ότι το κάνω για δουλειά. Έβαλα λοιπόν τα ακουστικά, έσβησα το φως, ξάπλωσα και αφέθηκα. Ομολογουμένως, η μουσική του Richter ενδείκνυται για κάτι τέτοιο, καθώς είναι απολύτως χαλαρωτική, σαν ένα σπα με νότες. Χρησιμοποιεί δε τον γνωστό μινιμαλισμό του Βρετανού συνθέτη ακόμα πιο… μινιμαλιστικά, με αργά θέματα, απλά στην εξέλιξή τους και επαναλαμβανόμενα, με μια ενορχήστρωση που αρκείται στα βασικά.

Προσεγγίζοντας τον ύπνο, ο Richter μοιάζει να στοχεύει σ’ ένα κάποιο trance. Αρκετά διαφορετικό βέβαια απ’ αυτό του σαμάνου, καθώς σκοπός εδώ δεν είναι η έκσταση, αλλά μάλλον το αντίθετό της· πάντως μπορούμε να μιλάμε για μια είδους μέθεξη, αν όχι για μια φυγή από την εξουσία της συνείδησης ή μια έξοδο από τον εαυτό. Το From Sleep μοιάζει να θέλει να γίνει ένας τέτοιος μεσολαβητής.

Και νομίζω πως το καταφέρνει. Θέλετε λόγω αυθυποβολής, θέλετε επειδή είναι όντως έτσι (ποιος αλήθεια μπορεί να απαντήσει με σιγουριά σ’ ένα τέτοιο ερώτημα;), πάντως με το που ξεκινάω την ακρόαση νιώθω τους σφυγμούς μου να πέφτουν, σαν να αφήνομαι καθ’ ολοκληρίαν και σχεδόν παρά τη θέλησή μου στη ραθυμία της μουσικής. Αν θα θέλαμε να υποστηρίξουμε ότι η μουσική, γενικώς, μπορεί όντως να έχει ψυχοσωματική επίδραση στον ακροατή της, νομίζω ότι το From Sleep μπορεί να σταθεί σαν ένα πολύ πειστικό επιχείρημα.

Σε όλη τη διάρκεια της μίας ώρας του δίσκου (σημειωτέον, το σύνολο του έργου φτάνει στις 8 –όπως, θεωρητικά, κι ένας πλήρης ύπνος), ο Richter αποφεύγει τις διαταράξεις· και, μολονότι βασίζεται στους κύκλους επαναλαμβανόμενων θεμάτων, κάνει την πορεία να μοιάζει με μια γαλήνια ευθεία, η οποία στοχάζεται το άπειρο. Πάρτε παράδειγμα την υποδειγματική συνύφανση της φωνής και του συνθεσάιζερ στο “Path 5 (delta”), τα γλυκά drones των εγχόρδων στο “Space 11 (invisible pages over)” ή το ανακουφιστικά ονειρικό θέμα του πιάνου στο “Dream 13 (minus even)”.

Το εκπληκτικό είναι ότι, ενώ θα περίμενε κανείς οι συνθέσεις να διέπονται από μία συγκεκριμένη λογική και μια δεδομένη οικειότητα, ώστε να αποφευχθούν οι ανεπιθύμητες αναταράξεις (θυμηθείτε μιλάμε για έναν δίσκο που θέλει να σχετίζεται με τον ύπνο), στην πραγματικότητα διαφέρουν αρκετά μεταξύ τους: αλλού λ.χ. κυριαρχούν τα drones (δηλαδή τα στατικά μοτίβα), αλλού πιο ζωηρές μελωδίες (δηλαδή μια ροή, μια κίνηση). Οι συνθέσεις, επίσης –7 τον αριθμό– διαφέρουν ως προς το επίκεντρο, ως προς τον τρόπο και ως προς τα μέσα που χρησιμοποιεί η καθεμία· παρόλα αυτά, η γενική ειρήνη δεν διαταράσσεται δευτερόλεπτο. Δεν είναι εύκολο, αν το σκεφτείτε, να ταιριάξουν πολλά πράγματα μαζί και να τοποθετηθούν με μια τέτοια ευταξία, σαν το ένα να είναι μια διαφορετική όψη του άλλου. Ο Richter, βέβαια, δεν έχει αποκτήσει τυχαία τη φήμη του. Και με το From Sleep το αποδεικνύει άλλη μία φορά.

Στο πλάι του Richter –ο οποίος, εκτός από τη σύνθεση και την ενορχήστρωση, αναλαμβάνει το πιάνο, τα συνθεσάιζερ και τα ηλεκτρονικά– βρίσκεται ένα κουιντέτο εγχόρδων, το American Contemporary Music Ensemble, συν μία σοπράνο, η Grace Davidson. «Εργαλεία» που ο Βρετανός συνθέτης χρησιμοποιεί με αξιοπρόσεκτη σύνεση, φροντίζοντας πάντα να διατηρεί τον ηχητικό χώρο ελαφρύ, αλλά ταυτόχρονα περίτεχνα διακοσμημένο

Είναι, τελικά, ένα ντελικάτο παιχνίδι με τις αισθήσεις το From Sleep. Ποτισμένο σχεδόν με την αχλή της απούσας συνείδησης, είναι (προφανώς) προορισμένο να ακούγεται βράδυ, όταν οι ρυθμοί της καθημερινότητας αρχίζουν και ηρεμούν. Αποτελεί δε ιδανικό βοήθημα γι' αυτόν ακριβώς τον σκοπό.

{youtube}N84hEgk8b1M{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured