«It's not the city, it's the weather we love». Ένα ρυθμικό mantra· τραγουδιέται χοροπηδώντας ομαδικά σε οπαδικό στυλ και θα ξεκλείδωνε απαντήσεις για την αιώνια αγάπη μας για το κλεινόν άστυ, αν η Αθήνα δεν ήταν τόσο απελπιστικά ξεκομμένη από κάθε επίκαιρη μουσική πραγματικότητα

Ας το πάρουμε όμως από την αρχή και ας μη γελιόμαστε: τo come back των Sleater-Kinney δεν ήταν για το ευρύ κοινό ψηλά στη wish list ονειρεμένων επιστροφών –από έλλειψη mainstream στάτους και μόνο, οπότε λίγο το κακό. Η επάρκειά τους έχει άλλωστε να κάνει με μουσικές φόρμες και όχι με τη φωτογενή προσωπικότητά τους. Οι ίδιες δεν άνηκαν ούτε στις μπρουτάλ punk φεμινίστριες, ούτε στα σεξουλιάρικα κορίτσια με κιθάρα που κάποτε λάτρευε το MTV. Όμως η επιστροφή τους αποδεικνύεται τελικά το πιο ευπρόσδεκτο και εν τέλει απαραίτητο, σε μια χρονιά κατά την οποία το τεραίν του ποιοτικού, ατόφιου, indie κιθαριστικού ροκ έχει ρημάξει και μοιάζει απάτητο για καιρό.

Πέρασε σχεδόν μια δεκαετία από τότε που η Carrie Brownstein, η Janet Weiss και η Corin Tucker συμπλεύσανε, εντός των τοίχων του στούντιο, σαν ένα μεστό και δεμένο σχήμα κομψής punk αισθητικής και θηλυπρεπούς αλητείας. Σε κάθε περίπτωση, η μπάντα παίζει στα δάχτυλα την τρίλεπτη punk rock δυναμική και το αποδεικνύει σε όσους έχουν όρεξη να αναμειχθούν με αυτούς τους ζωτικής σημασίας απόηχους, στα 33 μεστωμένα λεπτά του δίσκου. Τα κορίτσια –χωρίς να καταβάλλουν παραπανίσια προσπάθεια– θέτουν με αξιοθαύμαστο τρόπο κιθάρες και τύμπανα σε θερμοκρασία βρασμού (βαθιά υπόκλιση). Ίσως η ακρόαση θα πρέπει λοιπόν να γίνεται με τον ενισχυτή ρυθμισμένο στο τέρμα, ώστε τα τραγούδια να αποδώσουν τα δέοντα και να οικειοποιηθούμε την οργανική τους χημεία. Πόσο μάλιστα όταν εμπεριέχουν και μια γκάμα (κακών) εμπειριών που σιγοβράζουν μέσα τους, κάνοντας τις ρυθμικές μελωδίες πιο τροφαντές.

Ακόμα κι αν ο δίσκος δεν διαθέτει τελικά το διαχρονικό σοφιστικέ punk rock anthem που άθελά του μας υποσχέθηκε, το No Cities To Love προσφέρει ένα λειτουργικότατο σύνολο τραγουδιών, για ένα κοινό το οποίο επιλέγει ακόμα να δένεται με την αφηγηματική γλώσσα ενός άλμπουμ, παρά με ένα ευκολοσερβίριστο για τα ερτζιανά rock single. Τραγούδια όπως το "Surface Envy" χαρίζουν ευπρόσωπη ταυτότητα σε ένα ροκ ιδίωμα το οποίο ψοφάει να χορευτεί και να τραγουδηθεί από τα μέλη της φυλής των ανθρώπων που θα το αγοράσουν σε βινύλιο. Όχι για τον φετιχισμό της ποιότητας ήχου σε θεόρατα ηχεία, αλλά για να ικανοποιήσουν το αίσθημα κτητικότητας με τη μουσική –όπως συμβαίνει με κάθε πύρινη ερωτική σχέση.

Αυτή η φετινή κυκλοφορία της δοξασμένης ετικέτας της Sub Pop, δολιχοδρομεί στον καλλιτεχνίζον δυναμισμό μιας μπάντας και στο πάθος των αμετανόητων φετιχιστών του απέθαντου τριγώνου κιθάρα/μπάσο/ντραμς. Τα τρία στοιχεία δηλαδή που εδώ δημιουργούν ένα δυνατό αγχολυτικό για όλες τις ψευτοκιθάρες και τις ψευτοροκιές που μας κάνουν κλύσμα κάθε λογής εκσυγχρονιστές δεινόσαυροι, αριβίστες τροβαδούροι, κάλπικοι ροκόβιοι και άτεχνα φρικιά.

Ας βραχνιάσουμε επομένως τραγουδώντας «It's not the city, it's the weather we love» και ας κάνουμε πρόποση στην επιστροφή των Lush.

{youtube}_jiX-Svw7KQ{/youtube}

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured