Αν το ομώνυμο 7'' των Daughters υπήρξε εκ βαθέων ευθυγραμμισμένο προς τις πιο πατροπαράδοτες grindcore φόρμες, ο ομώνυμος δίσκος που κυκλοφόρησε εννέα χρόνια μετά ήρθε για να τις εγκαταλείψει. Θρασύτατα, μα, παρόλα αυτά, όχι εν μία νυκτί. Γιατί αν μπορούμε αβλεπεί να καταλογίσουμε κάτι στην (πρώην) παρέα από το Rhodes Island είναι η αυστηρή συνέπεια που δείχνουν στο να μεταβάλλουν τα ηχητικά τους εξαρτήματα από κυκλοφορία σε κυκλοφορία. Ρίχνοντας λοιπόν το Daughters 7'' στο καλάθι του αμιγούς grindcore και το Daughters LP σε εκείνο του πιο περιορισμένου, γεωμετρικού mathcore, οφείλουμε να αποδεχτούμε ότι τα Canada Songs και Hell Songs τα οποία μεσολάβησαν είχαν ευλαβικά προλειάνει το έδαφος για κάτι τέτοιο.

Οι «εκ των ουκ άνευ» –για το ακραίο προφίλ που ήθελαν να περάσουν στο ξεκίνημα τους– ασύλλαβες κραυγές έχουν αντικατασταθεί ήδη από τον προηγούμενο δίσκο από κοφτά μεν, μελωδικά δε φωνητικά. Ενίοτε εξευτελιστικά μελωδικά για όσους κάποτε τόλμησαν να βάλουν το Canada Songs να συναναστρέφεται το Unloved And Weeded Out των Converge στις προσωπικές τους δισκοθήκες. Μέχρι και η ονοματοδοσία των κομματιών κραυγάζει την επελθούσα ωρίμανση που μεσολάβησε από το 2002 και το “My Stereo Has Mono And So Does My Girlfriend” σε κάτι απλώς πιο βρώσιμο, όπως τα “The First Supper” και “The Hit”. Με γεωμετρική πρόοδο αυξάνεται όμως και η συνολική διάρκεια του δίσκου, με μια εξέλιξη από τα 11.11 λεπτά του Canada Songs στα 27.55 λεπτά του φετινού Daughters.

Όλες οι καλές προθέσεις των Daughters συγκλίνουν και εντοπίζονται σε έναν τραχύ πειραματισμό, ο οποίος δεν διστάζει να αλλαξοπιστεί και να διακτινίζεται από ύφος σε ύφος, πάντα βέβαια στο πλαίσιο επίπονου ήχου βουτηγμένου στα blast beats, όπως απαιτεί η περίπλοκη τέχνη του μαθηματικού hardcore. Ακριβώς όσο πειραματισμό θα ανέμενε κανείς από τους τύπους που πριν μερικά χρόνια άλλαξαν τα φώτα στο “Marry Me (Lie Lie)” των Birthday Party, για χάρη της τιμητικής συλλογής Release The Bats.

Λίγο πριν την κυκλοφορία του συγκεκριμένου δίσκου, οι Daughters πέρασαν σε φάση εκκαθάρισης, με τον μπασίστα Samuel Walker να φεύγει προς αδιευκρίνιστη κατεύθυνση και τον κιθαρίστα Nicholas Sadler να προσεδαφίζεται στο ειδεχθές indie συγκρότημα των Fang Island –το οποίο περισσότερο κλίνει προς τους Sons And Daughters, παρά στους Daughters. Αλλά ούτε η διάσπαση, ούτε οι μεθύστερες κακές αποκαταστατικές επιλογές αναιρούν το γεγονός ότι, στο τέλος μιας διαδοχής από καλούς δίσκους, βρίσκεται εκείνος που είναι πιο καλοφτιαγμένος, συνθετικά και παραγωγικά.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured