Caught by the fuzz: πού θα μπορούσε να εντοπιστεί κάποια αρτιστική συνάρμοση μεταξύ του εξωστρεφούς μίγματος από Buzzcocks, Blur και Madness που εξακόντισαν οι Supergrass εν έτει 1995, όπως εκφράστηκε και μέσω του δεύτερου τη τάξει track του I Should Coco, και του τερατουργήματος υπ' αριθμόν 2 της πύρκαυλης και ελαφρώς γηραιάς 50+ κολεκτίβας των Cave/Casey/Ellis/Sclavunos; Μερικές φορές, όμως, ο πρώιμος ενθουσιασμός –τροφοδοτούμενος από το αστείρευτο καύσιμο της νεότητας– και η ύστερη αδήριτη ανάγκη πηχυαίας δημιουργικότητας από «βετεράνους» μιας καλλιτεχνικής φράξιας (παρεκτός ολίγων εξαιρέσεων), δεν συγκλίνουν στην παραγωγή ανώτερης τέχνης, μα πυροδοτούν μια δυναμική πλήρη οκτανίων, ατελεύτητης ορμής και, όσον αφορά στους Grinderman, μιας ανεξήγητης πρωιμότητας. Γαλαξίες μακριά από δήθεν κατασταλαγμένα, folksy και back-to-roots άλμπουμ συνομήλικών τους.

Στο προκείμενο: με πυξίδα τόσο την ορμέμφυτη ανάγκη επανοικειοποίησης του ποδόγυρου –ακόμα και όταν τα σβησμένα κεριά πληθαίνουν ανησυχητικά– όσο κι ένα ιδιαίτερο συμπίλημα garage, swamp blues, stoner rock και φυσικά Birthday Party, οι Grinderman ουδόλως παραλείπουν, μαζί με τη διεύρυνση του ηχητικού τους φάσματος, να επεκτείνουν και τις σεξουαλικές τους καταδιώξεις. Κάθε ένα από τα 9 τραγούδια που συναπαρτίζουν με θαυμαστή οικονομία το Grinderman 2 ενέχουν τη δυναμική να εμπνεύσουν σπαρταριστές ιστορίες ερωτικού εκτροχιασμού, μειοδοτώντας σε machismo σε σχέση με προ διετίας ντεμπούτο τους την ίδια στιγμή που ακούγονται πιο μυώδη, πιο ηδυπαθή και στο φινάλε πιο...απειλητικά.

Προσπερνώντας το άτυπο sequel του "No Pussy Blues", μαζί με τη b-movie τερατολαγνική εικονογραφία του προβοκατόρικου βιντεοκλίπ του –προφανώς αναφερόμαστε στο "Heathen Child"– το αδυσώπητο καλωσόρισμα του "Mickey Mouse And The Goodbye Man " ακουμπά με γνώση και γούστο επί τον τύπον των ήλων που κάρφωσαν μεταξύ άλλων οι Stooges και οι Gallon Drunk, ενώ το επακόλουθο "Worm Tamer", ενδιαμέσως σπειροειδών ακόρντων και φρικουλιάρικου organ, ξεστομίζει τον ραφινάτο στίχο «My baby calls me the Loch Ness monster/Two great big humps and then I’m gone». Έτσι, τα τέσσερα μέλη αυτής της ανίερης –και φαινομενικά ανέραστης– συμμαχίας ξεθαρρεύουν, μορφοποιώντας την κραυγή τους από ένα βραδύκαυστο, μαξιμαλιστικό drone/space rock παραλήρημα ("When My Baby Comes") σε μια τρυφερή folk ανάπαυλα, η οποία λοξοκοιτάει προς Bon Iver ("What I Know").

Τεστοστερόνης συνέχεια: «I stick my fingers in your biscuit jar/ And crush all your gingerbread men», ψιθυριστά βογγητά, αργόσυρτοι φθόγγοι, αντίστιξη μαύρων ακόρντων και λευκού θορύβου και μια απευκταία, μίζερη ατάκα («What has that husband of yours ever given to you?/ Oprah Winfrey on a plasma screen») ολοκληρώνουν (αν)επιτυχώς τον εκμαυλισμό μιας τυπικής MILF στο "Kitchenette". Μετά από αυτά τα πεπραγμένα, μια μικρή δόση από τον ήχο του Abattoir Blues/The Lyre Of Orpheus στο θαυμάσιο "Palaces Of Montezuma" είναι ευπρόσδεκτα ανακουφιστική και ταιριαστή. Ειδικά όταν, ασυναίσθητα, φέρει την πικρή συνειδητοποίηση ότι μπορεί να βρίσκεσαι στην αντίπερα όχθη της ζωής και του έρωτα, μπορεί να σε στοιχειώνουν οράματα του Miles Davis, της Monroe και του JFK, του Ali McGraw και του Steve McQueen (ό,τι να 'ναι!), μολαταύτα δεν θα εκπνεύσεις αμαχητί, δεν ζητάς τίποτα πέρα από «..Just the softest little breathless word/I ask of you», δεν επαιτείς αλλά φωνάζεις με όση πνοή έχει απομείνει «Oh c'mon baby, let's get out of the cold/And gimme gimme gimme your precious love for me to hold».

Ε, αν ταυτόχρονα καταφέρεις (γιατί περί κατορθώματος πρόκειται) να πείσεις για την αυτόφωτη αρτιστική σου αυτονομία τους κατά βάση πιουρίστες οπαδούς των Bad Seeds, τότε τα βέλη σου βρήκαν στόχο.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured