Οι Interpol ανήκουν στους κορυφαίους του σύγχρονου post-punk ιδιώματος, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια. Πέρα από τις αναπόφευκτες μα ολίγον τι υπερβολικές συγκρίσεις με τους Joy Division (χαρακτηρισμός που καλύτερα ταιριάζει στους Editors), οι Νεοϋορκέζοι έχουν να επιδείξουν μια αξιοπρόσεκτη δυναμική κι έναν ήχο που, αν και δεν διακρίνεται από πρωτοτυπία, διαθέτει ωστόσο χαρακτήρα, βάθος και ένταση. Η φετινή δισκογραφική επιστροφή τους υπήρξε από τις πλέον αναμενόμενες για τους φίλους του εναλλακτικού ήχου, αλλά το τελικό αποτέλεσμα δεν είναι ούτε απλό ούτε και εύκολο να αποτιμηθεί σωστά. Κι αυτό γιατί το Interpol είναι δίσκος ο οποίος απαιτεί μοναχικές και προσεκτικές εμβαθύνσεις για να προσδώσει την ποιότητα που κρύβει μέσα του.

Στο τέταρτο λοιπόν, ομώνυμο, άλμπουμ των Interpol δοκιμάζεται η καλλιτεχνική επάρκεια της μπάντας, το κατά πόσο έχει ακόμα φωνή να εκφράσει τη μελαγχολική θεματική της καθώς και το ποσοστό ωρίμανσής της μετά από τρεις δίσκους σχετικά φθίνουσας πορείας. Το Turn On The Bright Lights εντυπωσίασε με την πηγαία ατμοσφαιρικότητά του, το Antics έδεσε κι ανέδειξε ακόμα περισσότερο τον ήχο τους και το Our Love To Admire δίχασε κοινό και κριτικούς όντας άνισο. Βέβαια η άτακτη οπισθοχώρηση σε πιο ανεξάρτητα δισκογραφικά χωράφια –μέσω της επιστροφής τους στη «μάνα» Matador μετά την ατυχή περιπέτεια στη «μεγάλη» Capitol και την κακοδιαχείριση της επιτυχίας του συγκροτήματος στα μέσα της δεκαετίας που μας άφησε– σε συνδυασμό με δηλώσεις περί επιστροφής στον ήχο του πρώτου δίσκου, εξέφρασε με τον πιο έκδηλο ίσως τρόπο τη συνήθη (και κλισέ) ιστορία του γκρουπ το οποίο κάνει πάταγο με το πρώτο του άλμπουμ και στη συνέχεια αποτυγχάνει να σταθεί αντάξιο των προσδοκιών κριτικών και οπαδών. Αν μη τι άλλο, οι ρωγμές στη συμπαγή εικόνα των Interpol έγιναν ακόμη εμφανέστερες μετά την περυσινή σόλο εξόρμηση του Banks στη δισκογραφία –με το ψευδώνυμο Julian Plenti.

Και δεν ήταν η μόνη κίνηση ανεξαρτησίας από μέλος του κουαρτέτου: το σύμβολο της μπάντας, ο αινιγματικός (μα πάντα... μοδάτος) μπασίστας Carlos D την έκανε με ελαφριά πηδηματάκια μετά το τέλος της ηχογράφησης του τελευταίου δίσκου για να ακολουθήσει τα δικά του σχέδια. Αδύνατον λοιπόν να μη φέρει κάποιος συνειρμικά στο μυαλό του την εικόνα του εξώφυλλου του νέου CD: το όνομα της μπάντας κομματιασμένο, σαν το τέλος να μην βρίσκεται μακριά. Πάντως η πρόσληψη του ικανότατου David Pajo στη θέση του Dengler για τις ζωντανές εμφανίσεις δείχνει τη θέληση των τριών εναπομεινάντων μελών να μην το βάλουν κάτω. Τουλάχιστον προς το παρόν...

Όσον αφορά στα δέκα τραγούδια του Interpol, αυτά είναι ιδιαίτερης ιδιοσυγκρασίας και κοψιάς. Το σκοτάδι τα αγκαλιάζει σαν πέπλο δημιουργώντας έντονο το συναίσθημα απομόνωσης και συναισθηματικής απόγνωσης. Ειδικά η εναρκτήρια τριπλέτα (“Success”, “Memory Serves” και “Summer Well”) δρα αλληλένδετα με στόχο το υποσυνείδητο, βασιζόμενη σε μια σειρά από παλλόμενα μπάσα, ατμοσφαιρικές κιθάρες και μια αλάνθαστη ρυθμική αλληλουχία κρουστών που σαν σύνολο, όσο περισσότερο τα αφουγκράζεσαι, τόσο περισσότερο σε καθηλώνουν. Η άψογη παραγωγή (την έχει αναλάβει το συγκρότημα) και ο γεμάτος, πραγματικά ογκώδης ήχος βοηθούν τα μέγιστα προς αυτήν την κατεύθυνση. Και τότε σκάει στα ηχεία το “Lights”, το οποίο χτίζει αργά και υποχθόνια τη δυναμική του πάνω σε μια αιώνια, θαρρείς, επαναλαμβανόμενη κιθαριστική λούπα για να κορυφώσει με τον Banks να αναφωνεί «that's why I hold you near» στην καλύτερη στιγμή του δίσκου.

Δεν είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς πως η ηχογράφηση του παρόντος άλμπουμ έγινε κάτω από συνθήκες πίεσης. Τόσο η θεματική του όσο και η ενορχήστρωσή του υποδηλώνουν προσεκτική και κοπιαστική δουλειά από τους Interpol, καθώς και πολλή καταπιεσμένη ενέργεια και εκνευρισμό. Το μόνο τραγούδι εδώ που δείχνει να γράφτηκε σχετικά αβίαστα με την πατροπαράδοτη τεχνοτροπία είναι το “Barricade”. Ένα uptempo ροκάκι, με ένα δυνατό κιθαριστικό ριφ να συνοδεύει το ρεφρέν το οποίο, αν και βουτηγμένο στη δυσαρμονία ελέω φωνητικής ερμηνείας, αποδεικνύεται εθιστικό. Από εκεί και έπειτα η μπάντα βουτάει ακόμα πιο βαθιά σε κλειστοφοβικά, βραδυφλεγή ηχοτοπία με τα “Always Malaise”, “Safe Without”, “All Of The Ways” και “The Undoing” να εξελίσσονται σε ψυχοφθόρες εξομολογήσεις από τον Banks, ο οποίος λίγο-πολύ δηλώνει γεμάτος δυσφορία και ανασφάλεια, κυνηγημένος από την τραγικότητα της αγάπης και των διαπροσωπικών σχέσεων. Μόνο το πιάνο του “Try It On” ρίχνει, ίσως, λίγο φως στο άπλετο σκοτάδι.

Ουσιαστικά στο Interpol ο Banks αγκαλιάζει την απόλυτη ήττα ως αξία και γεγονός με μεγαλύτερη βαρύτητα από οποιαδήποτε νίκη. Γεγονός που μπορεί να σε αλλάξει δραστικά, οριστικά και αμετάκλητα. Δεν θα έπρεπε όμως να ανησυχείτε τόσο κύριε Banks. Ο τελευταίος σας δίσκος με τους Interpol μπορεί να εκφράζει όλες αυτές τις ιδέες, μα απέχει από το να χαρακτηριστεί ως ήττα. Αντιθέτως, πρόκειται για μια αληθινά καλή και ειλικρινή προσπάθεια. Υπερβολικά εσωστρεφή και δύσκολη, ίσως. Και πομπώδη ενίοτε, εν μέσω τόσων ατέρμονων αναζητήσεων. Όμως όχι και κάτι λιγότερο από ό,τι υποδηλώνει το όνομα Interpol. «Τhieves and snakes need homes» – όντως.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured