Είναι η δεύτερη φορά που την πατάω από υπερενθουσιασμό με ένα συγκρότημα και τελικά, σε 3η και 4η ανάγνωση, αλλάζω γνώμη – αν μη τι άλλο σε επίπεδο του πόσο κομίζει τις κουκουβάγιες στο αττικό λεκανοπέδιο. Όταν τα ακουστικά μου πρωτοήρθαν σε επαφή με το Master Alchemist των Invasion – στο “Conjure War”, για την ακρίβεια, καθώς το εναρκτήριο “Follow The Smoke” δεν είναι παρά ένα οργανικό πορτάκι εισόδου – είπα ώπα: νάτα τα πρωτοξάδελφα των (θαυμάσιων) Sword από την (υπέρμετρα καλή) Kemado. Δεν έπεσα και τελείως έξω, αν σκεφτεί κανείς ότι στις ευχαριστίες περιλαμβάνονται και τα Σπαθάκια.

Τα Σπαθάκια από το Αμέρικα. Γιατί δεν σας το ’πα, αλλά οι Invasion προέρχονται από την Αγγλία. Και έχουν μάλιστα και περίεργη, για τις συνήθεις νόρμες, σύνθεση: μία κυρία κάθεται στα τύμπανα, πυροδοτώντας τα πιατίνια της αφού πρώτα τα περιλούζει με κάποιο αδιευκρίνιστο μα διαολεμένο παράγωγο πετρελαίου (ή σπορέλαιου, δεν ξέρω), συντροφεύοντας έναν κιθαρίστα ο οποίος ξέρει τη δουλειά του πολύ καλά: τουτέστιν, δεν μπερδεύει τα πόδια του στις ζωντανές εμφανίσεις της μπάντας και εναλλάσσει γρήγορα ήχους με τα κουτιά παραμόρφωσης (κοντά στη ντουζίνα) που παραθέτει. Μαζί τους και μία μαύρη καλλονή, η οποία φοράει κάτι που μάλλον της φόρεσε ένας βραχυκυκλωμένος Δρυίδης, καθώς είχε πάει βόλτα (αυτή) στο Στόουνχετζ με την άφρο παρέα της – και από τότε δεν λέει να το βγάλει από (π)άνω της.

Σε αντίθεση με τους Chrome Hoof, τους οποίους επίσης χαιρετούν στο εσώφυλλο, οι Invasion πάνε στον αντίθετο πόλο από τη διαφυλετική metal funk osibiza disco ball band (και ας μοιράζονται πολλές εμμονές στα ακόρντα). Μη ρωτάτε τι γίνεται με μπάσο. Τούτοι εδώ δεν το χρειάζονται… Το παλικάρι στην κιθάρα κάνει για τέσσερις μπρατσωμένους μπασίστες μαζί. Πού την πάτησα λοιπόν εγώ; Να σας πω αγαπητοί μου… στην επίγευση! Σε αρπάζει το Master Alchemist από τα αυτιά, αλλά μετά δεν δίνεις και πολλά πενηνταράκια για πάρτη του. Η μπάντα δεν αξιοποιεί το γκρουβάρισμα που η ίδια φτιάχνει λίγο με τη φωνή και λίγο με τη ριφολογία της. Και από την άλλη ούτε στους δρόμους της βίας, που οι Sword ανοίγουν με ρεμπέλικη ευκολία από την άλλη μεριά του Ατλαντικού, βαδίζουν. Ο δίσκος τελειώνει πολύ γρήγορα, είναι τάχιστα και μικρότατα τα άσματα τους και τελικά δεν πείστηκα, μετά την πρώτη έκπληξη, για το πόσο σωστά λειτουργεί η φωνή της Chan Brown στο όλο εγχείρημα.

Κάπως σαν οι Kreator να προσπαθούν να αντιγράψουν τους Heavy Trash μου ακούστηκαν έτσι οι Invasion και δεν ακούω τις σειρήνες του NME που λένε κάτι (γνωστά στην υφή τους) ευαγγέλια υπέρ τους. Δεν αμφισβητώ ότι οι Invasion μπορούν να δημιουργήσουν ένα κόλπο δικής τους κοπής αλλά εγώ δεν πείστηκα ακόμα. Αν και σε ζωντανή εμφάνισή τους θα πήγαινα χωρίς δεύτερη συζήτηση, μόνο και μόνο για να δω τα πιατίνια να παίρνουν φωτιά…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured