Κλασικά καθυστερημένοι θα λέγαμε ότι καταφθάνουν στο ραντεβού τους με τη δισκογραφία οι Massive Attack, μιας και έχουν περάσει σχεδόν 5 χρόνια από τότε που κυκλοφόρησαν την προηγούμενη στούντιο δουλειά τους, το ήδη κλασικό "Mezzanine", έναν δίσκο που με τη σειρά του είχε έρθει μετά από δύο άλλα, εξίσου ιστορικά άλμπουμ όπως ήταν το "Blue Lines" και το "Protection". Αυτό το συνεχές τους κυνηγητό με την ιστορία είναι που μας έχει δώσει απ' τη μεριά τους μουσικές ανεπανάληπτες, αλλά και που ανά πάσα στιγμή κινδυνεύει να τους εξορίσει στο σκοτάδι της ανενεργούς δράσης. Όλα αυτά τους έχουν κοστίσει ήδη ένα μέλος (ο Andrew "Mushroom" Vowles αποχώρησε προ ετών), ενώ ένας ακόμη εκ των βασικών στελεχών, ο Grant "Daddy Gee" Marshall, συμμετέχει ελάχιστα στο παρόν άλμπουμ "επειδή ήταν υπεύθυνος για την ανατροφή της κόρης του". Προφανέστατα η ηχογράφηση ενός δίσκου των Massive Attack είναι μια υπόθεση τόσο σοβαρή, ώστε ανυποχώρητα θα πρέπει να αφήσεις τη ζωή σου έξω απ' την πόρτα του στούντιο για να ασχοληθείς μαζί του, και δεν είναι όλοι έτοιμοι γι' αυτό (ή και δεν είναι διατεθειμένοι να το κάνουν εδώ που τα λέμε).

Το "100th Window" υπέφερε από δύο τινά και κατέφθασε έτσι καθυστερημένα: Tο γκρουπ αρχικά δεν ήξερε προς τα πού να στραφεί μουσικά με το νέο του πόνημα και στη συνέχεια είχε μπροστά του τόσες πολλές επιλογές, ώστε τελικά έχασε ελαφρώς τη μπάλα. Οι ηχογραφήσεις ξεκίνησαν παρέα με τους φίλτατους Lupine Howl, το γκρουπ που έφτιαξαν οι μουσικοί που αποχώρησαν "οικειοθελώς" (βλέπε κλωτσηδόν!) απ' τους Spiritualized, μα οι διμερείς εργασίες, παρότι απέδωσαν καρπούς ζουμερούς κι ενδιαφέροντες, απορρίφθηκαν επειδή έχασαν την ψυχή τους κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας τους. Όλες οι σκέψεις για μια επιστροφή σ' έναν περισσότερο ροκ ήχο εγκαταλείπονται και έχουμε ως εκ τούτου μια επιστροφή στα χωράφια της electronica (και όχι μόνο ασφαλώς, χοντρικά μιλώντας πάντως εκεί γυροφέρνουν εδώ και καιρό οι Massive Attack). H Sinead O' Connor παίρνει τη θέση της Elizabeth Frazer στα γυναικεία φωνητικά, ο Horace Andy είναι πάντοτε παρών και διαθέσιμος όταν τον καλέσουν, ενώ για όλα τα υπόλοιπα υπεύθυνος είναι ο τρίτος της παρέας, ο Robert "3D" Del Naja.

Αν θέλετε μια ολική θεώρηση του "100th Window", θα λέγαμε ότι πρόκειται για έναν εξαιρετικό δίσκο, που όμως τον έχουμε ξανακούσει απ' το συγκρότημα. Λίγοι μπορούν να αγγίξουν ανάλογα επίπεδα τελειότητας στον ήχο (συν-υπεύθυνος στην παραγωγή για μια ακόμη φορά ο Neil Davidge) ή να συνδυάσουν εξίσου επιδέξια τόσα διαφορετικά στυλ σ' ένα άλμπουμ, κάνοντάς το να ηχεί τόσο ομοιόμορφο, όσο αυτοί. Ακούγοντας τον δίσκο πάντως, δεν είναι λίγες οι φορές που στο νου μας έρχονται παλιότερες στιγμές του συγκροτήματος, που αυτόματα τις κάνει αξεπέραστες όπως το "Inertia Creeps", το "Teardrop" ή το "Angel". Κατά μια έννοια λοιπόν, ο δίσκος αυτός είναι μια προέκταση του "Mezzanine", κι ενώ αυτό ίσως είναι αρκετό για κάποιους, για άλλους είναι μια εκ του ασφαλούς δημιουργική προσέγγιση που έχει εξασφαλισμένο εμπορικό αντίκρισμα (γιατί ας μην ξεχνάμε ότι το "Mezzanine" έχει πουλήσει 3 εκατομμύρια αντίτυπα).

Αντίστοιχα, τα εννέα κομμάτια του δίσκου για άλλους ίσως να είναι ένα μακρύ ενδοσκοπικό ταξίδι που εκφράζει τις αγωνίες των ανθρώπων που το δημιούργησαν, αγωνίες που αντιλαμβάνεσαι σαν ακροατής και κάνεις το δικό σου ταξίδι προς τα μέσα, προς τις δικές σου ψυχικές ανασφάλειες και εκκρεμότητες. Απ' την άλλη, δεν θα μου φαινόταν διόλου παράδοξο αν κάποιος αποφαινόταν ότι ο δίσκος είναι μονότονος και επίπεδος, φτάνοντας μάλιστα στο ύψος μιας progressive ελεγείας διάρκειας 74 λεπτών, όπως στα παλιά (καλά;) χρόνια της δεκαετίας του '70. Στο τελευταίο σημείο συνηγορούν και τα κομμάτια τους, τα οποία δεν στέκονται συνθετικά στο ύψος των παλιότερών τους. Ορισμένα δε, είναι απλές ασκήσεις ηχητικού ύφους που δεν έχουν τη δύναμη να εισχωρήσουν στο δέρμα μας, απλά το αγγίζουν και αφήνουν πίσω μια ευχάριστη αλλά παροδική ευχαρίστηση. Πάρτε για παράδειγμα το "Everywhen": παρότι άκουσα το δίσκο δεκάδες φορές, δεν μου έμεινε τίποτε σαν γεύση γιατί μάλλον δεν υπάρχει πραγματική ουσία εκεί, ακόμη και τα φωνητικά του Horace Andy είναι τυπικά και πολύ μακριά απ' αυτά που μας χάριζε όταν τον γνωρίζαμε.

Ετοιμαστείτε λοιπόν να βουτήξετε σε βαθιά και ζοφερά νερά, γιατί ο ήλιος δεν λάμπει ποτέ στις στροφές τούτου του δίσκου. Την κυκλοφορία του μάλιστα συνοδεύει μια παράλληλη καμπάνια ενάντια στον επικείμενο πόλεμο στο Ιράκ, καμπάνια που συνυπογράφει και ο Damon Albarn των Blur (μάλιστα η φωνή του υποτίθεται ότι ακούγεται στο "Small Time Shot Away" -αν είσαι προσεκτικός- δίπλα σ' αυτή του Del Naja).

Οι οπαδοί του σκοτεινού ήχου θα μείνουν κατενθουσιασμένοι, ειδικά σε περιπτώσεις όπως το σινγκλ "Special Cases" όπου η Sinead O' Connor μοιάζει να θρηνεί υπό τη συνοδεία spooky ενορχήστρωσης και απόκοσμου κιθαριστικού feedback. Αυτό δεν είναι πάντως το καλύτερο κομμάτι που ερμηνεύει εδώ, αυτό το βραβείο θα πρέπει να απονεμηθεί στο "What Your Soul Sings" με την ευκολομνημόνευτη μελωδία και την γεμάτη ευαισθησία ερμηνεία, ενώ δεν πάει πολύ πίσω και το "A Prayer For England" που θα αποτελέσει και το επόμενο σινγκλ.

Οι παλαίμαχοι οπαδοί της μπάντας θα ανακαλύψουν πως η αγάπη του γκρουπ για τη ρέγγε μουσική μοιάζει παραγκωνισμένη αυτή τη φορά (παρεμπιπτόντως εδώ δεν συναντούμε καμία διασκευή μα και κανένα sample), αν και το παρόν δίνουν σήματα κατατεθέντα όπως οι επιδέξιες και με αναφορές σε ήχους και ρυθμούς της Ανατολής ενορχηστρώσεις, τα περάσματα από το νεοκυματικό ήχο των '80ς (τι διάβολο, στο Μπρίστολ εκείνης της περιόδου μεγάλωσαν!) και οι αναμνήσεις από ατμόσφαιρες μυθικές που δεν θεωρούν απαραίτητο να δίνουν αναφορά για τον χρόνο που τις γέννησε. Ομοίως, το "100th Window" περπατάει αγέρωχα στο σήμερα αδιαφορώντας για τους δεσμούς του με το παρελθόν και εμπαίζοντας τις συζητήσεις για τη σπουδαιότητά του σε σχέση με το μέλλον, προκαλώντας έτσι άλλοτε θαυμασμό, άλλοτε έκπληξη, άλλοτε χλεύη κι άλλοτε συναισθήματα ανάμεικτα που πασχίζεις να τα ξεδιαλύνεις -τι συμπέρασμα να βγάλεις για παράδειγμα από το κρυφό κομμάτι του cd, ένα δεκάλεπτο ambient βόμβο που δεν ξεκινάει από πουθενά και οδηγεί ακριβώς εκεί;

Προσωπικά μιλώντας, θα ταύτιζα το δίσκο μ' έναν φιλόδοξο σε σχεδιασμό καναπέ μέσα σε μια μπροσούρα ενός μεταμοντέρνου σπιτιού. Όσο κι αν είναι εντυπωσιακός και όσο και να θέλεις να βρεθείς κάμποσες φορές επάνω του, κάτι σου λέει ότι τελικά δεν θα ήθελες να τον έχεις διαρκώς τριγύρω σου, στον χώρο που ζεις και κινείσαι.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured