Όταν η Epitaph αποφάσισε να δεχθεί κάτω από την στέγη της τους Γερμανούς Beatsteaks, υπέγραψε μία από τις πιο πολλά υποσχόμενες punk μπάντες της Ευρώπης. Το πώς βέβαια, με το δεύτερο κιόλας album τους για την Epitaph, τρίτο συνολικά στην καριέρα τους, οι Beatsteaks, μετατράπηκαν σε αυτή την μπερδεμένη μπάντα που ακούμε μέσα από τα τα 12 τραγούδια του “Living Targets”, είναι κάτι σχεδόν ανεξήγητο.

Ένα είναι σίγουρο λοιπόν, οι Beatsteaks άφησαν το punk παρελθόν τους, και έχουν επικεντρώσει τις προσπάθειές τους στο πιο φιλόξενο για κάποια εμπορική επιτυχία, μεγαλύτερο σε αριθμό και μικρότερο ηλικιακά, κοινό του angst rock, που γεμίζει συναυλιακούς χώρους στην Μεγάλη Βρετανία, αλλά και ενός πιο ευρύτερου αμερικάνικου κιθαριστικού rock, κυρίως των 90’s, χωρίς να λείπουν οι 70’s αναφορές. Πολλές επιρροές λοιπόν, κάτι που δεν είναι κακό βέβαια, ειδικά όταν, παρά την έλειψη όποιας σπουδαίας έμπνευσης, η πενταμελής μπάντα είναι αρκετά αξιόλογη.

Όμως και πάλι, όσο και να δικαιολογήσεις, είναι περίεργο να βλέπεις ένα group να περιφέρεται άψυχα πάνω από δήθεν πιο συναισθηματικές στιγμές, με mellow tracks, τα οποία ακυρώνουν ταυτόχρονα την ύπαρξη τους, και την άλλη να ακούγεται ως μία κακιά κόπια των Faith No More, ειδικά στο “Run Run”, όπου οι ομοιότητες με το “Album of The Year” είναι κάτι παραπάνω από εμφανείς. Ανέφερα ότι παραγωγός στα μισά ακριβώς τραγούδια του album είναι ο πρώην μπασίστας των Faith No More, Billy Gould; Τυχαίο; Δεν νομίζω.

Μέσα στο “Living Targets” βλέπουμε μία μπάντα να ψάχνεται, να μην ξέρει ακριβώς τι της ταιριάζει, αποπροσανατολισμένοι από το άνοιγμα στον ήχο τους που ίσως και να προσπάθησε ο Gould, αλλά με κάποια τραγούδια, που μέσα στην κοινοτυπία τους και αναγνωρισιμότητά τους, βγάζουν μία θετική ενέργεια, η οποία δυστυχώς δεν έχει ούτε διάρκεια, ούτε την κατάλληλη ένταση.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured