To ντεμπούτο album των Moldy Peaches που φέρει το όνομα τους, αποτελεί μία αποθέωση της lo-fi πεποίθησης που θέλουν να επωμιστούν τα δύο μέλη του group, Κimya Dawson και Adam Green. Κατάγονται και οι δύο από την Νέα Υόρκη και οι ηλικίες τους έχουν ένα κενό εννέα χρόνων με την Kimya να είναι 28 και τον Adam στα 19. Ακούγοντας ξανά και ξανά τον πρώτο τους δίσκο, που αποτελεί μία συλλογή 19 κομματιών, αρχίζω και αναρωτιέμαι αν πραγματικά χρειαζόμαστε έναν τέτοιο δίσκο και καταλήγω μετά από πολλές ακροάσεις, ότι ναι, είναι απαραίτητος αν και είμαι σίγουρος ότι πολλοί θα διαφωνίσουν. Και αυτό διότι το Moldy Peaches είτε το λατρεύεις είτε το σιχαίνεσαι. Κάνοντας μία βόλτα στα ανά τον κόσμο ευυπόληπτα μουσικά έντυπα συνάντησα βαθμολογίες από το 2 έως το 9 και κάτι τέτοιο αποδεικνύει ότι ο δίσκος αυτός έχει μία οντότητα αμφιλεγόμενη αλλά σε καμία περίπτωση αδιάφορη. Και θα δείτε γιατί.

Αφήνοντας τους στίχους κατά μέρος προς το παρόν, και επικεντρώνοντας στη μουσική, συναντούμε μία αισθητική που ο όρος lo-fi αδυνατεί να δεχτεί την ταύτιση. Δεν τίθεται θέμα για την επιτηδευμένη προχειρότητα της ηχογράφησης, ούτε επίσης για την τραχύτητα των ήχων και των εντάσεων. Το group θέλει να δηλώσει την underground περιβολή που φορά και τα καταφέρνει άψογα. Είτε μέσα από ψευτο-ποπ χαλαρές συνθέσεις, είτε μέσα από garage-rock μικρά διαμαντάκια, ο ήχος των Moldy Peaches είναι απολαυστικός και διαχρονικός. Σε αυτό το σημείο, αν αφιερώσουμε τον απαραίτητο χρόνο και στους εξαιρετικούς στίχους, τότε έχουμε να κάνουμε με έναν δίσκο-μεγαλείο.

H Kimya και ο Adam, διατείνονται ότι ανήκουν στο σύγχρονο Νεοϋρκέζικο anti-folk κίνημα το οποίο ευδοκιμεί εδώ και αρκετό καιρό. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι και αυτή η κίνηση είναι μία δήλωση αποστασιοποιήσης από το ευρύ κοινό της μαζικής κουλτούρας, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση το αποτέλεσμα είναι ξεκαρδιστικό. Με έναν στίχο που φτύνει κατάμουτρα όλες τις παραλλαγές του politically correct ενθουσιασμού της συγχρονης Αμερικής, θα πρέπει να έχουν εξοργίσει πολλούς Ευαγγελιστές και λοιπούς εκφραστές της μοντέρνας feel-good υπερπροστατευτικής «κοινωνικής αστυνομίας» των Η.Π.Α.. “Who mistook the steak for chicken/ who'm I gonna stick my dick in/ we're not those kids/ sitting on the couch”. Oι Moldy Peaches σιχαίνονται την dance σκηνή όπως και την hip-hop κουλτούρα η οποία φαίνεται πως αποτελεί το πιο μαζικό – αν και προέρχεται από αυστηρά γκετοποιημένα κοινωνικά στρώματα – μουσικό φαινόμενο των τελευταίων χρόνων. Εντούτοις όπως λένε και οι ίδιοι, στους στίχους τους ραπάρουν με εμφανή όμως τη διακωμώδηση των πάντων.

Από τα 19 τραγούδια του δίσκου, αμέσως ξεχωρίζουν τα “Downloading Porn with Davo” και “Who’s Got the Crack?”. Στο πρώτο συναντάμε μία garage-ποπ ελεγεία στην τέχνη της αυτοικανοποίησης ενώ στο δεύτερο τον αφελή και ορθάνοιχτο ενθουσιασμό για κάθε είδους ναρκωτικές ουσίες. Οι δύο Moldy Peaches τραγουδώντας αποπνέουν μία έκδηλη χαρά και μερικές φορές αισθανόμαστε ότι είναι έτοιμοι να ξεσπάσουν σε εξωφρενικά γέλια, κάτι το οποίο είναι αναπόφευκτο.

Σε έναν γενικότερο και προχειρότερο απολογισμό από τον πρώτο αυτό δίσκο των Μoldy Peaches, αυτό που μένει είναι ο τρομακτικός στίχος. Ναρκωτικά, τσιμπούκια, κωλοτρυπίδες της ανθρωπότητας, ανελέητο sex, αδράνεια και τεμπελιά, αδιαφορία και μουσική. Είτε το δείτε ως μια εφηβική μαλακία είτε ως ένα σοβαρό χτύπημα στη σύγχρονη κοινωνία της δυτικής υποκουλτούρας, το ντεμπούτο των Peaches, είναι απολαυστικό μέχρι την τελευταία του νότα. Όπως είπαμε και στην αρχή, νιώθω ότι τον χρειαζόμασταν αυτό το δίσκο. Τώρα κλείνω με την ευχή να δούμε και τον επόμενο, με ακόμα πιο καυστικό στίχο αλλά την ίδια lo-fi αισθητική.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured