Mε τους Manics είχα πάντα μία αδιάφορη και περίεργη σχέση. Οι προήγουμενοι δίσκοι, αν και βρίσκονται στη δισκοθήκη μου, δεν είχαν τελικά πάνω από 10 παιξίματα ο καθένας, και η έλευση του Know Your Enemy με άφησε ανέγγιχτο για αρκετό καιρό, αλλά ακούγοντας διάφορες γνώμες και διαβάζοντας αρκετές κριτικές, αποφάσισα να του δώσω τον απαιτούμενο χρόνο. Τώρα, και μετά από 20 περίπου ακροάσεις του δίσκου, μπορώ να πω, ότι ως δίσκος θα με αφήσει και αυτός αδιάφορο, αλλά ορισμένα τραγούδια, θα τα ακούω για πολλά χρόνια.

Και είναι λογικό. Μέσα σε 16 τραγούδια και πάνω από 75 λεπτά διάρκεια, κάθε παρόμοιος δίσκος, θα ήταν πολύ δύσκολο, να σταθεί επάξια. Η ποσότητα σε σχέση με την ποιότητα ουδέποτε συμβάδιζαν και οι Manics δεν φαίνεται να πιστεύουν κάτι τέτοιο. Όσον αφορά την πολυσυζητημένη συναυλία στην Κούβα και τη συνάντηση με τον Κάστρο, θα προτιμούσα να μην το σχολιάσω γιατί πάντοτε υπέθετα ότι τέτοιες κινήσεις γίνονται για να στρέψουν την προσοχή του κόσμου αλλού και όχι στο προκείμενο που είναι φυσικά η μουσική. Ας περάσουμε λοιπόν στη μουσική. Το πολυσυλλεκτικό, λοιπόν, Know Your Enemy, διατρέχει όλα τα παρακλάδια της ροκ μουσικής, φτάνει μέχρι την disco, προσπαθεί να θίξει σοβαρά ζητήματα, ρίχνει φως σε «οικογενειακά» θέματα και εν τέλει λέει τόσες πολλές ιστορίες που ως ακροατή με κούρασε.

Ας πάρουμε λοιπόν τα singles, αρχής γενομένης από το “So why so sad”. Η απλή μελωδία του και το Σπεκτορικό 90’s Wall of Sound που έχτισε ο παραγωγός το κατέστησε για εμένα αυτοστιγμεί κλασικό. Το τρίτο σινγκλάκι “Ocean Spray” – το πρώτο , το “Found that soul”, το «πήδηξα» γιατί απλά είναι απαράδεκτο – ενώ κλέβει ένα χιλιοακουσμένο κιθαριστικό riff, είναι και αυτό ένα γνήσιο δείγμα της ικανότητας γέννεσης τραγουδιών από τους Manics. Αυτά τα τρία λοιπόν, όσοι δεν έχετε το δίσκο και τα έχετε ακούσει, κατορθώνουν να πείσουν για το γενικό σύνολο. Για να μην όμως έχουμε και παρεξηγήσεις, το δίσκο αξίζει να τον αποκτήσετε γιατί υπάρχουν και άλλα πανέμορφα τραγούδια.

Τα “Intravenous Agnostic” , “Let Robeson Sing” και “The Year Of Purification” είναι κλασικά Manics τραγούδια , τα οποία δεν απογοητεύουν και ακούγονται παραπάνω από ευχάριστα. Και κάπου εδώ αρχίζουν οι καινοτομίες και οι πειραματισμοί. Στο “Wattsville Blues”, μέσα σε έναν ηλεκτρονικό κλοιό, o Nicky Wire τραγουδά σαν άλλος Μark E. Smith , αν και δεν του βγαίνει τόσο καλά. Για το “Miss Europa Disco Dancer”, ενώ διαφαίνεται μία παρωδία στη disco μουσική, εγώ ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω γιατί έπρεπε να συμπεριληφθεί ένα τέτοιου είδους τραγούδι στο δίσκο. Το ίδιο ισχύει και για το “Baby Elian”. Mέσα από μία μέτρια μελωδία, οι Manics ασχολούνται με ένα ζήτημα – τις διαφορές ΗΠΑ-Κούβας για την κηδεμονία του μικρού Elian Gonzales – ένα θέμα το οποίο δεν θα είχε γίνει τόσο πελώριο, αν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης δεν έβαζαν το χεράκι τους. Δε διαφωνώ ότι το θέμα ήταν σοβαρό, αλλά μεγαλοποιήθηκε και έφτασε σε ακραία μεγέθη λόγω των ΜΜΕ. Οι Manics όντας μία πλήρως πολιτικοποιημένη και καλλιεργημένη μπάντα – όπως διατείνονται – είναι περίεργο πως και ασχολήθηκαν μαζί του.

Tα δύο καλύτερα στοιχεία της μουσικής των Manics, τα φωνητικά και οι στίχοι, δεν είναι τελικά ικανά να κρατήσουν το σύνολο σε υψηλά επίπεδα. Τα υπόλοιπα τραγούδια του δίσκου, “His last painting”, “My Guernica”, “Dead Martyrs” και ό,τι άλλο απομένει από το εξωφρενικό αριθμό 16, κινούνται μεταξύ του μετρίου και του συμπαθητικού. Μία πιο προσεχτική επιμέλεια στο τελικό απολογισμό θα είχε κόψει αυτόν τον αριθμό κάπου στα 10 τραγούδια, και ίσως τότε μιλούσαμε για έναν εξαιρετικό δίσκο. Αλλά τελικά αυτό που μένει είναι ότι τα μέλη του συγκροτήματος πρέπει να είναι στενοκέφαλα και αρκετά «ψωνισμένα» εξ’αιτίας κυρίως του Βρεττανικού κοινού. Δεν είναι ούτε οι πρώτοι, ούτε οι τελευταίοι.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured