H μουσική των 16 Horsepower πηγάζει από έρημα και απομονωμένα χωριά όπου η (καθημερινή) και "αργή" στους ρυθμούς της πραγματικότητα αποκτά και μια μεταφυσική χροιά για να τη χρωματίζει και να τη σπιντάρει σε στιγμές. Πόσο μάλλον όταν, όντας εγγονός ενός τρελαμένου παπά, έχεις περισσότερες πιθανότητες για να προβληματιστείς από νωρίς για το χάος του κόσμου ή πόσο μάλλον αν έχεις την τύχη να παρακολουθήσεις καλοστημένες κηδείες και να χαζέψεις νεκρούς.

Μπράβο το παιδί... Για τον Δαϋίδ Ευγένιο Εδουάρδο λέμε ντε, τον ιδιόρυθμο frontman των 16 Horsepower με τις εμμονές του. Ψυχή της μπάντας και εμπνευσμένος ποιητής, αρκεί να στέκεσαι στις περιγραφές ως όμορφα παραμυθάκια. Περιγραφές για πόλεις - φαντάσματα της άγριας δύσης, θρύλους του 19ου αιώνα, άγγελους, δαίμονες και πνεύματα που οι πτωχοί (τω πνεύματι) δε γνωρίζουμε (αγόρι μου, μας φτάνουν αυτά που γνωρίζουμε -εγώ προσωπικά έχω πάθει overdose πληροφορίας) και άλλα τινά... "For Heaven's Sake", που λέει και εδώ. Βέβαια και ο Edwards είναι να μην τον ακους όταν λέει ότι η τηλεόραση είναι του διαβόλου και άλλα διάφορα "παπαροκάδικα", αλλά μάθαμε να αγαπάμε τους ανθρώπους με τα ελαττώματά τους.

Με τρία studio albums στην πλάτη τους, η παρέα του David Eugene Edwards, αποφασίζει να μας χαρίσει 11 κομμάτια ηχογραφημένα live στο Denver και το Παρίσι. Ξεκινώντας με το καταπληκτικό και ξεσηκωτικό παρά τους ρυθμούς του "American Wheeze", οι μικρές "κινηματογραφημένες ιστορίες" τους αποδίδονται με ερμηνεία που ενισχύει τον μυστικισμό τους. Ο David τα δίνει όλα σαν να ήταν η τελευταία φορά και μπορούμε άλλωστε να το πούμε έχοντάς τον δει ζωντανά και όχι γιατί απλά γνώριζε ότι η ερμηνεία αυτή θα αποτυπωθεί σε κάποιο album. Άλλο ζωντανό πράγμα, βέβαια, και άλλο ότι μπορεί να αποτυπωθεί σε κάποια 0 και 1 ενός ψηφιακού δίσκου ακτίνας, αλλά σίγουρα η αποτυπωμένη αυτή γεύση αξίζει τον χώρο στη δισκοθήκη μας. Και το γνωστό στους πάντες, "Black Soul Choir" είναι εδώ και κάποια από αυτά που μας αρέσουν, και άλλα για οποία ο καθείς έχει τα κολλήματά του (που φυσικό είναι να διαφέρουν από αυτά του δημιουργού), αλλά και τρεις αν μη τι άλλο ενδιαφέρουσες διασκευές.

Η πρώτη είναι το έτσι κι αλλιώς καταπληκτικό "Bad Moon Rising" των Creedence Clearwater Revival από το γνωστό Green River του 69 σε μια συγκλονιστική, ξεχαρβαλωμένη εκτέλεση. Η σχιζοφρενική μπλουζάτη punk πλευρά τους διαφαίνεται από την ερμηνεία-ευλάβεια στο κλασικό "Fire Spirit" των Gun Club του μακαρίτη πλέον Jeffrey Lee Pierce. Μανιακό το τέμπο, όπως πρέπει (είναι άλλωστε και η μοναδική φορά που γκαζώνουν) τα drums σφυροκοπάνε και ο David ψυχορραγεί ίσως λιγότερο, βγάζοντας την πιο σκληρή πλευρά του. To κάνει όμως στη συγκλονιστική εκτέλεση του "Horse Head", υποβοηθούμενος από την καταπληκτικά μελαγχολική ατμόσφαιρα που δημιουργούν οι συνοδοιπόροι του. Η τρίτη διασκευή τους είναι στο "Day of the Lords" των Joy Division που φέρνουν στα μέτρα τους και το τραβάνε εξίσου. Και οι τρεις βέβαια ανήκουν στις επιρροές τους και είναι φανερό.

Νομίζω ότι όπως χωρέσαμε στη δισκοθήκη μας country-goth ομορφιές σαν τις studio δουλειές τους, και το το Hoarse έχει φυσικά χώρο. Ανακατεύοντας τις Nick Cave εμμονές τους, τον Dylan και τον Cohen, bluegrass και folk με ολίγον από post-punk, όπου χρειάζεται, η μπάντα από το Denver δημιουργεί ένα σαγηνευτικό συνδυασμό μεταξύ παραδοσιακού και σύγχρονου, σπρώχνοντας τα ακουστικά όργανα στα όριά τους και παίζονας με περίεργα, παραδοσιακά όργανα. Σίγουρα είναι μια ξεχωριστή υπόθεση, και το live ενθύμιο αυτό μας το υπενθυμίζει με τον καλύτερο τρόπο.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured