Tα δεκατέσσερα νέα τραγούδια των Cranberries απέχουν παρασάγγας από τη νοσταλγική φαμίλια μελωδιών του "Everyone Else Is Doing It, So Why Can't We?".

Πείτε μου πόσο φιλόδοξο μπορεί να είναι ένα album που ξεκινάει με στίχους όπως "Suddenly something has happened to me, as I was having my cup of tea" ("Animal Instict"), ακουμπάει σε ρεφρέν όπως το "Move over - there's a climax coming my way" ("Shattered"), κι ακόμα κι αν μέσα του υπάρχουν εύστοχες υποσημειώσεις του στυλ "Hope you get a puncture everywhere you drive, hope the sun beats down on you and you skin yourself alive" ("Loud And Clear") δεν κρατιέται να μην σου πετάξει στίχους όπως "People are stranger, people in danger"...

Οι δεσμοί με την μελωδική φλέβα των αρχών (η πιστοποίηση του συνθετικού ταλέντου του κιθαρίστα Noel Hogan ουσιαστικά), από την άλλη, υπάρχουν σε υποτυπώδη μορφή εδώ και επικυρώνονται μόνο στα "You And Me" (ένα λιτό αλλά τόσο κολλητικό tune για τα μελαγχολικά απογεύματα), "Animal Instict" (ρυθμικό και μελωδικό ταυτόχρονα), "Copycat" (φευγάτη pop, παρά τη συγγένεια με τη συνθετική γραφή του Johnny Marr), "What's On My Mind" (με το λεπτό, ρομαντικό, ελαφρύ, ερωτικό του πέπλο)..

Τα υπόλοιπα κομμάτια είναι κυριολεκτικά μεσαίου βεληνεκούς χαλαρές ή δυνατές pop προσεγγίσεις, που όχι μόνο πατούν πάνω στα δικά τους χωράφια, αλλά "οικειοποιούνται" (για να το θέσω πιο ήπια) σκόρπιες, αλλά γνωστές ιστορικές στιγμές του παρελθόντος.

Μόνο κάποιος έχων προβλήματα ακοής δεν θα σχολίαζε την riffική συγγένεια του έβδομου κομματιού "Desperate Andy", με το "The Passenger" του Iggy Pop (αφήστε δε τη μετάλλαξη του "λα-λα-λα" στο πιο τσαχπινογαργαλιάρικο "ρο-λο-λο").

Και δεν είναι μόνο αυτό, καθώς υπάρχουν εδώ κι εκεί αναφορές (άμα δεν ξέρεις να κλέψεις...). Τουλάχιστον στο "Just My Imagination" υπάρχουν μόνο αναφορές (στο "Our House" των Madness).

Κι αν νομίζετε ότι τα αρνητικά σημεία του album τελειώνουν εδώ, είστε γελασμένοι - δεν αναφέραμε το σημαντικότερο: Τη φωνή της Dolores, η οποία κομματιάζοντας οκτάβες στα δύο, τραβάει κάθε λέξη στο... Θεό, καταντώντας υπερβολικά βαρετή από κάποιο σημείο και μετά.

Ολα αυτά τα wah-hoos, eeh-ohs και eh-ohs, είναι φυσικές γι'αυτην προεκτάσεις κάθε λέξης, όχι όμως και για μας τους κοινούς θνητούς, οι οποίοι αρχίζουμε και ψυλλιαζόμαστε το εσκεμμένο και θεατρικό της ερμηνείας. Παρά το γεγονός ότι χρειάζεται από την μουσική οικονομία κάποιων τραγουδιών μια εκφραστική και χειμαρρώδης φωνητική απόδοση, δεν είμαστε σίγουροι ως προς την ανάγκη μιας κλισαρισμένης εν τη γεννέσει της ερμηνείας. Διάολε, κάποιες φορές όταν οι ρομαντικές και λιτές μελωδίες διαποτίζονται από αυτό το υπερβολικά μακρόστενο τραγουδιστικό ύφος τότε χάνεται και το συναίσθημα και η προαναφερόμενη σημειολογία καταντάει γραφική.

Θα μου πείτε, αυτό ήταν εξ'αρχής δηλωμένο, και οφείλαμε να προσαρμοστούμε ή να απορρίψουμε τότε. Μία εξήγηση υπάρχει. Στην αρχή οι μονομανίες φαντάζουν κάποιες φορές ελκυστικές. Είναι ώσπου να το παραχέσει ο καλλιτέχνης και να παγιδευτεί σ'αυτές.

Κάτι τέτοιο δεν συνέβη μόνο με την Dolores, αλλά θα έλεγα με όλο το group, το οποίο συγκράτησε ευλαβικά ότι έχει κάνει μέχρι τώρα και στο "Bury The Hatchet" μας πούλησε έξυπνα ένα αναμάσημα των κυριότερων ιδεών του. Στην απόδειξη όμως δεν είδαμε ούτε "Zombie", ούτε "Linger", ούτε καν "Dreams".

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured