Το album αυτό είχε την τύχη (ή ατυχία) να προλογιστεί από ένα εκπληκτικό single. Το "Charlie Big Potato" είναι από τα κομμάτια που σε κερδίζουν από το πρώτο beat, κι όταν αυτό από drum n' bass μετατρέπεται σε ένα αγνό και εφηβικό "in-your-face" θρίαμβο (με ένα εκρηκτικό ρεφρέν), τότε η απογείωση φαντάζει μονόδρομος...

Οχι ότι και στο υπόλοιπο album δεν βρίσκει κανείς παρόμοιων φιλοδοξιών μουσικούς ογκόλιθους.

Απλά, παρότι το "Post Orgasmic Chill" είναι πολύ πιο ώριμο και ανοικτό σαν συνδυασμός ήχου, μελωδιών και ηχογράφησης, σε σχέση με τα "Paranoid & Sunburnt" και "Stoosh", σε αφήνει με το σπαστικό ατελές συναίσθημα του ανικανοποίητου. Γιατί μπορεί να μην σε προδίδει ούτε δευτερόλεπτο κατά τη διάρκεια των σκαμπανευασμάτων έντασής και λυρισμού, καθώς και των ηλεκτρισμένων φωνητικών της Skin, αλλά το ασταμάτητο αυτό παιχνίδι μουσικών χρωμάτων είναι φανερό ότι δεν αρκεί.

Τα ενδιαφέροντα τους περί funk, punk και crossover που τους ένωσαν πριν αρκετά χρόνια στο Splash Club του Λονδίνου, εξακολουθούν βέβαια να είναι κοινά. Είναι δύσκολο όμως να περιγράψει κανείς, έστω και κατά προσέγγιση τη μουσική τους. Θα μπορούσα να τους αποκαλέσω "rock 'n soul" σχήμα με metal κιθαριστικά ξεσπάσματα, αλλά και mid-tempo λυρικές στιγμές (οι τελευταίες είναι ίσως περισσότερες αυτή τη φορά). Οταν μάλιστα πέφτουν στο τραπέζι οι γλυκές (αλλά όχι γλυκανάλατες) μπαλαντοειδείς προτάσεις τους, τότε μπορούμε με σιγουριά να πούμε ότι η ευαισθησία αυτή που βγαινει προς τα έξω είναι 100% αληθινή, κρίνοντας τουλάχιστον από την αύρα που αποπνέουν και την οποία προσλαμβάνουμε ως ακροατές.

Στα επιμέρους σημεία τώρα, κορυφαία στιγμή μετά το προαναφερθέν πρώτο single, είναι το "The Skank Heads" με τα δυναμικά, ρυθμικά και παιχνιδιάρικα riffs του. Ακολουθεί το ατμοσφαιρικό "You'll Follow Me Down" και το power pop ξέσπασμα του μελωδικού "Cheap honesty". Yπάρχουν βέβαια αρκετές ουδέτερες στιγμές, αλλά και αδιάφορα κομμάτια (π.χ. το "Lately" ή το mid tempo κλείσιμο με το "i'm not afraid").

Ουσιαστικά όμως έχουμε να κάνουμε με το παιχνίδι που αναφέραμε στην αρχή: Τα overdose κιθαριστικού όγκου διαδέχονται μικρές στιγμές ησυχίας κι έπειτα πάλι έρχεται το αγχωτικό ξέσπασμα, του οποίου τις προθέσεις ενισχύουν τα μανιώδη (και κρυστάλλινα παρακαλώ) φωνητικά της Skin, του δογματικού "tank girl" των Skunk Anansie. Στη στεγνή και πεζή ατμόσφαιρα ενός studio ηχογραφήσεων καταφέρνει να σκίζει τα σωθικά της, κλαίει και δεν πασχίζει ιδιαίτερα για να εξωτερικεύσει την φλόγα των συναισθημάτων της. Η Skin ήταν και είναι το βασικό ατού του συγκροτήματος.

Οι στίχοι τώρα, εξακολουθούν να μην είναι "radio-friendly", με ένα πεδίο που περιλαμβάνει τον ρατσισμό, την προκατάληψη, τη βία, χωρίς όμως να "αγγίζουν" πραγματικά, και με έξυπνους τρόπους τον ακροατή. Η σκέψη τους όμως είναι με μία λέξη "(επι)θετική" - είναι ίσως ο λιγότερο περιγραφικός και καταλληλότερος τρόπος που βρήκα για να την περιγράψω.

Συνολικά, το "Post Orgasmic Chill" χαρακτηρίζεται από την αγνή ροή ενέργειας και τη συνακόλουθη έκκριση αδρεναλίνης, γύρω από τις οποίες περιϊπτανται αστραπιαία μελωδικά ξεσπάσματα και λυρικές απολήξεις. Η παραγωγή δε, είναι άριστη (από τη γνωστή λύση, τον Andy Wallace) και βοηθάει στη δημιουργία ενός χυμώδους και κυρίως τελειοποιημένου ήχου. Ολα αυτά όμως δεν είναι πρωτόγνωρα για τους fan των Skunk Anansie, και πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, έχω την εντύπωση ότι δοκιμάζουμε μία από τα ίδια. Κρίμα, γιατί στο τρίτο album περίμενα να κάνουν ένα βήμα μπροστά...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured