Μια δεκαετία και κάτι πριν, ο Anastazios συστήθηκε δισκογραφικά με το άλμπουμ The Remains Of Shade (2008), μέσω ενός πλούσιου οργανικού καμβά με κάποια ηλεκτρονικά στοιχεία (δείτε εδώ). Αρκετά χρόνια μετά (2016), τον συναντήσαμε να μελοποιεί ποιήματα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη (δείτε εδώ)· και τώρα, στην 3η κατά σειρά δουλειά του, τον βρίσκουμε να κάθεται μόνος στο πιάνο. Τρεις δίσκοι, δηλαδή, τρεις διαφορετικές πλευρές του ίδιου καλλιτέχνη, χωρίς κάτι τέτοιο να σημαίνει βέβαια ότι δεν υπάρχουν οι αδρές ενοποιητικές γραμμές.

Στην Υποβρύχια Θέα, ωστόσο, ο Anastazios σου δίνει ζωηρή την εντύπωση ότι παίζει «εντός έδρας». Όχι γιατί βασίζει συνολικότερα τη δημιουργία του στο πιάνο (δεν είναι πάντα η περίπτωση), αλλά επειδή –όπως είχε δείξει και στο λαπαθιωτικό ΕΡ Τον Κήπο Που Έσβησε Κι Εχάθηβρίσκεται στα πολύ δυνατά του όταν κάθεται μπροστά στο κλαβιέ. Έχει το χάρισμα δηλαδή να ακούγεται άμεσος και να επικοινωνεί το επιδιωκόμενο συναισθηματικό χρώμα, ανεξάρτητα από το στυλ που μπορεί να ακολουθεί εδώ κι εκεί.

Είναι μια σημαντική παρατήρηση η παραπάνω (περί στυλ), γιατί η Υποβρύχια Θέα δεν είναι δίσκος κλασικής μουσικής, μα μια δουλειά που φιλοξενεί και κλασική μουσική, δίπλα σε άλλες ανησυχίες. Το πιο κοντινό διεθνές παράδειγμα θα ήταν ίσως ο Ludovico Einaudi, με τον οποίον πράγματι ο Anastazios διαθέτει εδώ κάμποσα κοινά, έστω κι αν αυτά έχουν περισσότερο να κάνουν με τον τρόπο, παρά με το ατόφιο ηχόχρωμα των συνθέσεων. Η αγάπη ωστόσο για τη μελωδία, η εστίαση σε μια λιτή και λυρική αισθητική, ακόμα και η κυριαρχία μιας «γλύκας» που κάθεται πολύ εύκολα στο αυτί, είναι πράγματα τα οποία ενώνουν τους δύο δημιουργούς.

Εδώ και κάμποσα χρόνια, ο μουσικός Τύπος (όχι μόνο ο ελληνικός) αρέσκεται να περιγράφει συνθέσεις σαν κι αυτές της Υποβρύχιας Θέας με το επίθετο «κινηματογραφικός» (cinematic)· είναι μια σύμβαση από την οποία δεν ξεφεύγει ούτε το δελτίο Τύπου της παρούσας κυκλοφορίας. Θα επιμείνω ωστόσο, ακόμα κι αν κανείς δεν νοιάζεται πια, ότι δεν υπάρχει «κινηματογραφική μουσική», παρά μια δημοσιογραφική στρέβλωση κομμένη και ραμμένη για τους σύγχρονους μουσικογραφιάδες, οι οποίοι –προερχόμενοι από το φάσμα μιας pop/rock κουλτούρας (ή και έντεχνης, στα καθ' ημάς)– είναι κατά πλειονότητα άσχετοι με τον κόσμο της λόγιας έκφρασης. Με αποτέλεσμα να μην μπορούν να συσχετίσουν τη μουσική που έμαθαν να ακούν στα soundtracks με τις μεγάλες κατακτήσεις της Δυτικής οργανικής έκφρασης από το μπαρόκ και μετά, τις οποίες συχνά κατέκλεψε το Χόλιγουντ (ακόμα και διακεκριμένοι συνθέτες του, μάλιστα).

Η μουσική λοιπόν του Anastazios δεν είναι «κινηματογραφική»: εδράζεται στους μεγάλους του Ρομαντισμού, εγκολπώνει κάποια folk στοιχεία (στις "Γέφυρες" λ.χ. μετασχηματίζεται ένα παραδοσιακό τραγούδι της Ουγγαρίας) και εμπεριέχει την προσέγγιση του Krzysztof Komeda, επιτρέποντας έτσι στον Έλληνα συνθέτη να φτάσει διακριτικά ακόμα και στην τζαζ ("Στη Βροχή Ακροβατούν Λουλούδια"). Παραπλεύρως, υπάρχουν και οι new age ανησυχίες που ο Anastazios εξέφρασε ήδη από το ξεκίνημά του, με το "Σμιλεύοντας Τη Νύχτα" να τον φέρνει κοντά στην παρακαταθήκη του Yanni.

Ο Yanni, τώρα, μας προσφέρει έναν ακόμα κρίκο στην όλη συζήτηση: όπως και η δική του μουσική, η οποία έχει συχνά λοιδορηθεί από την καλλιτεχνική δημοσιογραφία (αναμένω κάποια στιγμή ο συνάδελφος Ζώης Χαλκιόπουλος να τη φωτίσει υπό ένα διαφορετικό πρίσμα), έτσι κι εκείνη του Anastazios μπορεί να επικριθεί ως εύπεπτη και συναισθηματική με έναν υπέρ το δέον φανερό τρόπο, ο οποίος δεν είναι για όλα τα γούστα. Υπάρχουν βάσεις για τέτοιες ενστάσεις, καθώς στον συνθέτη αρέσει να γλυκίζει, όπως του αρέσει και ένας εν γένει μελαγχολικός/νοσταλγικός τόνος. Μου αρέσει και μένα. Όμως μια κριτική δεν γίνεται να αγνοήσει ότι η προσέγγιση ξέφτισε σε ευκολία, εξαιτίας αλλεπάλληλων soundtracks τα οποία έχουν επιτυχώς ή ανεπιτυχώς αναπαράγει αυτόν τον τόνο, επί σειρά ετών (για να κυκλώσουμε και την προηγούμενη, «κινηματογραφική» συζήτηση).

Ωστόσο αυτή είναι με τη σειρά της μια εύκολη κριτική, από ένα μετερίζι το οποίο ψάχνει διαρκώς να επιβραβεύσει το δύστροπο και το περίπλοκο, αδιαφορώντας για την ομορφιά που μπορεί να υπάρχει στο απλό και στο προφανές. Πράγματι, ο Anastazios δεν προτείνει στην Υποβρύχια Θέα μια νέα οπτική στα ήδη δεδομένα, ούτε διαθέτει απαντήσεις για το μέλλον της σύγχρονης κλασικής ή του μινιμαλισμού. Όμως κάτι τέτοιο δεν σημαίνει ότι δεν αξίζει προσοχή στις προαναφερόμενες "Γέφυρες" λ.χ., στο "Οι Φωτογραφίες Μας Κρατήρες" και στα "Ωκεάνιος Φάρος" και "Στον Ίσκιο Της Βουδαπέστης" (ευεργετική αναδιαπράγματευση μιας σύνθεσης που αρχικά βρισκόταν στο The Remains Of Shade του 2008). Είναι όλα τους κομμάτια τα οποία φέρνουν ξανά στο τραπέζι τη διαχρονική αίγλη που ασκεί στο ανθρώπινο αυτί μια ωραία μελωδία. 

{youtube}C-GCItK6AdM{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured