Η δημοτικότητα του επικού metal στην Ελλάδα είναι πασιφανής, σε ένα σημαντικό φάσμα δραστηριότητας των οπαδών: από την εκστατική λατρεία που δρέπουν τα συγκροτήματα του ήχου στις εγχώριες συναυλίες τους, μέχρι το YouTube, όπου δύσκολα θα βρεθεί κομμάτι σχετικού γκρουπ χωρίς σχόλια φανατικής αφοσίωσης στη γλώσσα μας (πολλές φορές σε σημείο γραφικότητας).

Η ανίχνευση της αρχαιολογίας της σύνδεσης του επικού ήχου με το ελληνικό κοινό απαιτεί υπομονή και ερευνητική αξίνα αντοχής –εδώ μπλέκονται πράγματα όπως η ελληνική μυθολογία, η εισαγωγή της fantasy κουλτούρας ταυτόχρονα με τη metal μουσική στο εγχώριο τοπίο, η φυγή από τη στρυφνή πραγματικότητα της Μεταπολίτευσης, μα και ο εθνικισμός (μεταξύ άλλων). Είναι πάντως γεγονός ότι συγκροτήματα με ελάχιστο στάτους εκτός των συνόρων, απολαμβάνουν στη χώρα μας αναπάντεχης αναγνώρισης.

Το παράδοξο είναι πως, παρά το πλήθος επικομεταλλάδων, η ίδια η Ελλάδα έχει σχετικά μικρό αριθμό αξιόλογων συγκροτημάτων του είδους. Κάτι που  κυρίως οφείλεται στο κενό που υπήρξε κατά τη δεκαετία του 1990 όσον αφορά τον χώρο αυτό. Εκεί έτσι που το ακραίο metal διατυμπανίζει ονόματα της εμβέλειας των Rotting Christ και Septic Flesh –τα οποία έχουν αφήσει ανεξίτηλο στίγμα στην παγκόσμια σκηνή– το ελληνικό epic metal είναι ελλιπές και σαφώς λιγότερο καίριο.

Οι Αθηναίοι Battleroar συγκαταλέγονται ανάμεσα στις λίγες εξαιρέσεις. Πρόκειται για όνομα που έχει ακουστεί εκτός συνόρων ήδη από τις αρχές των '00s και διατηρεί μια σταθερή προσήλωση στο φαντασιακό του ήχου, όπως αυτό αποτυπώθηκε στη δεκαετία του 1990 –μπορεί εκείνη την περίοδο να μην είχαμε epic metal μουσικούς, αλλά το κοινό τότε διαμορφώθηκε, όπως και η εικόνα του για τη συγκεκριμένη μουσική. Μέσα στο 2018, επέστρεψαν με τον 5ο ολοκληρωμένο τους δίσκο τους Codex Epicus, υπό την αιγίδα της Cruz Del Sur, κορυφαίας ίσως εταιρίας παγκοσμίως όσον αφορά τον συγκεκριμένο ήχο. Το συγκρότημα ανήκει σε ένα παρακλάδι της σκηνής το οποίο σμίγει το καθαρά επικό στοιχείο με το power metal, δίχως όμως να αφήνει τον φανφαρώδη χαρακτήρα του δεύτερου να νερώνει την εγγενή συναισθηματικότητα του πρώτου.

Η συνταγή ακολουθείται εδώ με εξαιρετική προσήλωση, καταλήγοντας σε ένα αποτέλεσμα το οποίο ξεχωρίζει εν μέσω της πολύ αξιόλογης δισκογραφίας των Battleroar. Το συγκρότημα σφυρηλατεί με μαεστρία και μεράκι τον ήχο των Virgin Steele, Manowar και Grave Digger (καθώς και πλήθους καλλιτεχνών μικρότερης αναγνωρισιμότητας), καταλήγοντας σε ένα κράμα που αναδύει λυρικότητα και ατσάλινη επιμονή. Τα κιθαριστικά θέματα είναι στην ουσία τους power metal ικανής βομβαστικότητας, με χαλιναγωγημένες όμως ταχύτητες –η προσοχή δίνεται στο κέντημα ουσιωδών riffs και όχι στον απλανή καλπασμό. Η διακριτική επίσης χρήση υμνικών φωνητικών προσδίδει έναν Bathory αέρα και μια μεσαιωνική αύρα, η οποία καταλήγει σε σημεία να αγγίζει κάτι από την ουσία του Εξκάλιμπερ του John Boorman (1981). Φαίνεται ότι το συγκρότημα έχει ανιχνεύσει έναν από τους πυρήνες της επικότητας: τον κατανυκτικό βηματισμό, τη mid tempo ελεγεία όπως μας παρουσιάστηκε κάποτε στο “Secrets Of Steel” των Manowar (1983).

Πέρα από την εξαιρετική δουλειά στα όργανα, η φωνή του Gerrit Mutz βρίσκεται σε μεγάλα κέφια, ακροβατώντας μεταξύ τραχιάς υπερβολής και διαχυτικής έξαψης. Ιδιαίτερη συγκινησιακή ποιότητα φέρει το κομμάτι “Sword Of The Flame”, ένας βραδύκαυστος επικός παιάνας, στον οποίο συμμετέχει με κιθάρα και φωνή ο αείμνηστος Mark Shelton.

Το Codex Epicus είναι άλμπουμ που μας πάει πίσω στις εποχές των 1990s, τότε που αποκρυσταλλωνόταν πλήρως μια ολόκληρη υποκουλτούρα. Μυρίζει σελίδες παλιών εκδόσεων fantasy βιβλίων, έχει στην ψυχή του δίσκους τευτονικού power metal, πνίγεται στην ηρωική μυθολογία και στις επικές ταινίες των 1980s. Πατάει κάπου μεταξύ Κόναν και Εξκάλιμπερ και καταφέρνει όχι μόνο να μη γίνεται γραφικός, αλλά να αναγκάζει τον ακροατή να υψώνει σφιγμένη γροθιά.

{youtube}hfgDq-ukUQM{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured