Ολιγογράφος, τουλάχιστον όσον αφορά τις προσωπικές του δουλειές (τούτη νομίζω πως είναι μόλις η 5η, σε σχεδόν 30 χρόνια πορείας), αλλά αναγνωρισμένος μέσω των πολλών αξιόλογων συνεργασιών ως ένας από τους μάστορες της λαϊκής κιθάρας, ο Δημήτρης Μυστακίδης συγκεντρώνει εδώ 14 συνθέσεις του λεγόμενου «αμερικάνικου» ρεμπέτικου, εκείνου δηλαδή που παίχτηκε και ηχογραφήθηκε στις Η.Π.Α., στις αρχές του 20ου αιώνα.

Προφανώς, όταν μιλάμε για «αμερικάνικο» ρεμπέτικο, η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από το ευρύτερο θέμα της μετανάστευσης, καθώς οι περισσότεροι τραγουδιστές και οργανοπαίκτες έκαναν το μακρύ ταξίδι μέχρι το «Νιουγιόρκι» ως ανειδίκευτοι εργάτες, όχι ως αναγνωρισμένοι μουσικοί.

Ακολούθησαν, δηλαδή, τη μοίρα των χιλιάδων συμπατριωτών τους (θα πρέπει να έφτασαν τους 500.000 στο πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα, αριθμός τεράστιος αν αναλογιστεί κανείς τα τότε δημογραφικά δεδομένα), οι οποίοι, διωγμένοι από τις εδώ κακουχίες, έμπαιναν στο πλοίο στον Πειραιά και μετά από σχεδόν έναν μήνα ταξιδιού έφταναν στη νήσο Έλις στο Μανχάταν, όπου οι αμερικανικές αρχές –μέσω μιας διαδικασίας απανθρωποποίησης ουσιαστικά (δυστυχώς, όχι ξένη στα σημερινά συμφραζόμενα)– έκαναν τη διαλογή μεταξύ των μεταναστών που κρίνονταν χρήσιμοι για την καπιταλιστική μηχανή και θα διοχετεύονταν στα διάφορα αστικά κέντρα και όσων θα έπαιρναν τον δρόμο της επιστροφής. Σημαντικό από αρκετές απόψεις το ότι ο Μυστακίδης επιλέγει να αφιερώσει τον δίσκο του «σε όσους δεν τα κατάφεραν». 

Μετά λοιπόν την κόρνα του πλοίου που ξεκινάει τον δίσκο, σημαίνοντας την άφιξή του στο αμερικανικό λιμάνι, τα τραγούδια που δίνουν τον τόνο στο Amerika φέρουν –ευνοήτως– το φορτίο της μετανάστευσης. Τέτοια είναι το “Μη Με Ξεχνάς Στα Ξένα”, το οποίο ο Μυστακίδης αποδίδει ως διάλογο μεταξύ των ερωτευμένων που έχει χωρίσει η ξενιτιά (τραγουδάει μαζί του η Ιφιγένεια Ιωάννου), με την υπόσχεση της επιστροφής να κλείνει τους στίχους «στην πατρίδα θα γυρίσω / και στην αγκάλη σου τη ζεστή». Υπάρχει επίσης ο γνωστός “Πινόκλης”, ένα εξαιρετικό τραγούδι του Δημοσθένη Ζάττα, το οποίο αφού αντιπαραβάλλει τον τόπο προέλευσης με τον τόπο υποδοχής («'Κει στον Πειραιά γεννήθηκα και το όνομά μου είν’ Τσόκλης / μα 'δω ξαναβαφτίστηκα και γίνηκα Πινόκλης») καταλήγει στην εκπληκτική απορία «γιατί την ανακάλυψε αυτή τη γη ο Κολόμβος;»· καθώς επίσης και “Το Γουέστ” με τα παθήματα των φτωχών και αφελών σφουγγαράδων στον νέο τους τόπο ή το αντίστοιχο “Μανώλης Ο Χασικλής”, με τον στίχο «του καημένου του Μανώλη του τη σκάσαν στο βαπόρι / και του πήραν εκατό μέσα από το παλτό» (για μια τέτοια ιστορία –με ήρωα τον Μποχώρη, όχι τον Μανώλη– είχε γράψει κάποτε κι ο Βάρναλης, βλ. εδώ).

Φυσικά, τα διάφορα μοτίβα της μετανάστευσης μπορεί να διατρέχουν τον δίσκο, δεν είναι όμως τα μόνα που δίνουν νόημα στα τραγούδια. Ο έρωτας κι οι διάφορες περιπλοκές του είναι πάντα εκεί (βλέπε λ.χ. τα “Καλογεράκι”, “Ντόκτορ” ή “Στρίβε Λόγια”), όπως είναι κι οι τεκέδες, με τα χασίσια, τα ζάρια και τους ναργιλέδες. Συναντάμε, τέλος πάντων, όλες τις παράνομες ή ημινόμιμες ασχολίες του υποπρολεταριάτου που έκαναν την Αριστερά της εποχής να το κοιτάει με μια κάποια καχυποψία και περιφρόνηση. Χαρακτηριστικά εδώ τα κομμάτια “Χτες Το Βράδυ Στου Καρίπη”, “Ο Κουμαρτζής”, “Ελληνική Απόλαυσις” και φυσικά το “Τούτοι Οι Μπάτσοι Που 'Ρθαν Τώρα” με το διάσημο δίστιχο: «μάγκες πιάστε τα γιοφύρια / μπάτσοι κλάστε μας τ’ αρχίδια».

Τέτοιοι καημοί διανθίζουν τον δίσκο, δίνοντάς του μια κάποια ανθρωπολογική προοπτική. Είναι άλλωστε δεδομένο ότι η μουσική μπορεί να γίνει ένα πρώτης τάξεως τεκμήριο, καθώς μεταφέρει τον ψυχισμό των ανθρώπων που τη σκάρωσαν και την τραγούδησαν. Κι η αντιμετώπιση του Μυστακίδη απέναντι σε αυτά τα τραγούδια αποδίδει, νομίζω, δικαιοσύνη όχι μόνο στο γράμμα αλλά και στο πνεύμα τους, κρατώντας την απλότητα της φόρμας, μα και τη μεστότητα των νοημάτων.

Η κεντρική βέβαια εστίαση του Θεσσαλονικιού κιθαρίστα είναι περισσότερο τεχνικής υφής. Είναι η λεγόμενη «τσιμπητή» κιθάρα, ένα ερμηνευτικό στιλ επηρεασμένο από τις τεχνοτροπίες των Αφροαμερικανών μουσικών του μπλουζ, με περιορισμούς αλλά και με απαράμιλλη εκφραστικότητα, αφού επιτρέπει στον μουσικό να αυτοσυνοδεύεται. Η ίδια βέβαια η τεχνική θέτει ζητήματα, καθώς κατά τον Μυστακίδη αποδεικνύει «τη φοβερή ικανότητα προσαρμογής των λαϊκών μουσικών»: την ικανότητά τους, θα μπορούσαμε να πούμε, να συνδιαλέγονται και να ανταλλάσσουν εκεί όπου άλλοι βλέπουν αδιαπέραστα σύνορα. Κι αυτό λέει κάτι από μόνο του.

Ερμηνεύοντας τα τραγούδια σόλο, μόνο με την κιθάρα και τη φωνή του (με δύο σοφές εξαιρέσεις: το ντουέτο στο “Μη Με Ξεχνάς Στα Ξένα” και –κυριότερα– τη χορωδία που τον συνοδεύει στον “Πινόκλη”, δηλαδή με τις φωνές των Μαρία Φραγκούλη, Νίκου Ταλέα & Μανώλη Πορφυράκη), ο Μυστακίδης αναδεικνύει αυτήν την τεχνική, αποδίδοντάς τη με τη δεδομένη για έναν τέτοιο μουσικό αρτιότητα και ζεστασιά του παιξίματός του.

Αναδεικνύει επίσης τα ίδια τα τραγούδια, την ιστορία πίσω τους, αλλά και το γεγονός ότι πολλές φορές η μουσική δεν χρειάζεται στολίδια και φιοριτούρες για να πει όσα έχει να πει και να φέρει σε επαφή δημιουργούς και ακροατές, ακόμα κι αν τους χωρίζει ένας πολυτάραχος αιώνας. «Απλά λόγια, σταράτα και τίμια», όπως έλεγε ο ίδιος σε μια πρόσφατη συνέντευξη (εδώ), με την αντίστοιχου ύφους συνοδεία της κιθάρας· πολλές φορές, οτιδήποτε παραπάνω είναι απλώς περιττό.

{youtube}KKSeuPO4PiI{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured