«Θέλω να ακούω “καλημέρα” το πρωί/θέλω να σμίγουμε παράφορα τη νύχτα Όταν στην πόλη βγαίνει βόλτα η παγωνιά/εμείς ν' ανάβουμε σαν σπίρτα»

Μεγάλη υπόθεση να ξέρεις τι θέλεις, τελικά. Κι ο Ορφέας Περίδης μοιάζει να ήξερε από πάντα. Από τότε τουλάχιστον που μάς συστήθηκε με τις δικές του δυνάμεις, με εκείνο το υπέροχο Αχ Ψυχή Μου Φαντασμένη (1993), μέχρι και τα τώρα, οι άξονες γύρω από τους οποίους περιστράφηκε η τέχνη του παρέμειναν αταλάντευτοι. Κι αν στραβοπάτησε κάποιες φορές στη διαδρομή, αυτό δεν είχε τόσο να κάνει με το ότι έχασε την οπτική επαφή με τον «στόχο», όσο με τη συγκέντρωση την οποία πέτυχε στην εκάστοτε στιγμή.

Στο νέο του πόνημα, μια φορά, ο Περίδης βρίσκεται και πάλι καβάλα στ' άλογο. Και παραδίδει μαθήματα τραγουδιστικής γραφής, βάζοντας τα γυαλιά στους πολυδιαφημισμένους συναδέλφους του, στους Μάλαμες και στους Πασχαλίδηδες του κόσμου τούτου, που γεμίζουν τα γήπεδα χρόνια τώρα απλώς και μόνο αναπαράγοντας ένα στυλ. Ο Περίδης, αντίθετα, μπορεί να διατρέχει τα στυλ κατά βούληση, παραμένοντας ο εαυτός του και έχοντας σε κάθε περίπτωση να καταθέσει τραγούδια που χαίρουν άκρας υγείας. Τραγούδια στα οποία οι μελωδίες ελίσσονται γύρω από τις λέξεις, όπου οι κινήσεις και οι αλυσίδες των φθόγγων αλληλονοηματοδοτούνται μαεστρικά. Είναι πρώτος μάστορας ο Περίδης, κι εδώ τον πετυχαίνουμε σε μεγάλα κέφια.

Αυτά που απασχολούν τον καλλιτέχνη (είτε έχει γράψει ο ίδιος τους στίχους, είτε άλλοι στιχουργοί, μα και ποιητές), είναι –ως συνήθως– οι απλές καθημερινές ιστορίες, τα όνειρα και οι αναμνήσεις, τα «θέλω» και τα «πρέπει» του, καθώς και η καλώς νοούμενη «λαϊκή σοφία». Κι ο τρόπος που αποδίδονται, φέρει την οικεία αίσθηση του να τα ακούς από έναν παλιό φίλο ή από τον άνθρωπο της διπλανής πόρτας.

Πετυχαίνει δηλαδή ο Περίδης να επιτελέσει την ουσία του ρόλου του singer-songwriter (δεν χρησιμοποιώ το «τραγουδοποιός», όχι μόνο γιατί δεν αρέσει στον ίδιο, αλλά γιατί ουσιαστικά αποτελεί έναν ακόμη όρο-τσαρούχι που μας κληροδότησε η ...«σοφία» του κατά τα λοιπά μέγιστου Χατζιδάκι): την πύκνωση του όλου της τέχνης του στην ίδια του τη φωνή. Είναι, έτσι, πραγματική απόλαυση να παρακολουθήσει κανείς το πώς γίνονται όλα ένα σε τούτα τα τραγούδια: πώς κυλάει η ενέργεια από τον πομπό στους δέκτες και πώς, εν τέλει, ρέει όλος ο δίσκος, σαν γάργαρο ρυάκι στο πλάι ενός πολύβουου δρόμου. Το επίπεδο της συμπύκνωσης είναι μάλιστα τέτοιο, ώστε τα περισσότερα τραγούδια δεν χρειάζονται ούτε καν 3 λεπτά για να πουν αυτά που θέλουν.

Δεν μπορείς ενδεχομένως να τον κατατάξεις στους «μεγάλους» τον Ορφέα Περίδη –τουλάχιστον όχι ακόμα. Κι ίσως τα τραγούδια του να μην είναι ικανά (μάλλον δεν το θέλουν κιόλας) να σου αλλάξουν τη ζωή ή την κοσμοθεωρία. Όποτε όμως προκύπτουν τόσο όμορφα και βαθιά όσο στο Paradise, μπορούν να λειτουργήσουν ως γιατρικό, ως παρηγοριά, ως γλυκιά θύμηση, ως καταφύγιο ή στιγμιαίος παράδεισος.

Κι εδώ που τα λέμε, ποιος άλλος από τη γενιά του «έντεχνου» των 1990s μας έδωσε τα τελευταία 20 χρόνια τέτοιον δίσκο, από τον οποίον να μη μπορείς να πετάξεις τίποτα; Δημοτική και λαϊκή παράδοση, «αμερικάνικα» και ...«τσάμικα», ό,τι κι αν δοκιμάζει να οικειοποιηθεί εδώ ο Περίδης, τού βγαίνει. Ίσως ο τρόπος που το κάποτε πένθιμο "Δεν Μου Αρέσει Να Μιλώ" μεταμορφώνεται τώρα σε μια soft-rock πανδαισία αυτοπροσδιορισμού, να αποτελεί την πλέον στιβαρή πιστοποίηση του επιπέδου τούτου του δίσκου.

Δεν τρέφω αυταπάτες, κι έτσι δεν περιμένω το Paradise να φέρει ανατροπή της εικόνας που έχει για τον Ορφέα Περίδη ο «κόσμος», ούτε να ανέβει ξαφνικά η μετοχή του στο μουσικό χρηματιστήριο. Η ζωή, καλώς ή κακώς, λόγω της πολυσυνθετότητάς της, δεν μπορεί να είναι δίκαιη.

Ευτυχώς, όμως, το μπορεί η κριτική.

{youtube}Mo0WXpc_rbw{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured