Αν μπορεί κάτι να χαρακτηρίσει το σύνολο της δουλειάς του Κωστή Δρυγιανάκη (ήδη από τις πρώτες ηχογραφήσεις της Οπτικής Μουσικής στα μέσα της δεκαετίας του 1980) είναι ότι αντιστέκεται στους εύκολους προσδιορισμούς και στις κατηγοριοποιήσεις. Και ετούτη η –επιτρέψτε μου– εκ προοιμίου πολύ ενδιαφέρουσα συμμετοχή του στο εκλεκτικό και περιπετειώδες label της Granny Records με τον υπέροχο τίτλο Επί Πτερύγων Ανέμων (Wings Οf Winds αγγλιστί), δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα, ο οποίος επί της ουσίας αρνείται τον κανόνα.
Προφανώς, ο μη κανόνας δεν σημαίνει ότι ο Βολιώτης συνθέτης δρα έτσι στο κουτουρού και στο όπως λάχει. Το έργο του διέπεται από διάφορες πειθαρχίες, τις οποίες εξερευνά όλα αυτά τα χρόνια με υπομονή, επιμονή και διεισδυτικότητα: ο (οργανωμένος) αυτοσχεδιασμός, η εθνογραφικής λογικής καταγραφή (την εξασκεί κατ’ αποκλειστικότητα όταν πρόκειται να καταγράψει π.χ. ψάλτες της Θεσσαλίας ή σκοπούς της Σκοπέλου, αλλά αφήνει να τον επηρεάσει ακόμα κι όταν καταγράφει ήχους από μία τηλεόραση ή καθημερινές συζητήσεις), η τεχνική του κολάζ, τα live ηλεκτρονικά κ.ά.
Το ζήτημα, τουλάχιστον σε δουλειές όπως η συγκεκριμένη, είναι ότι καμία απ’ αυτές τις πειθαρχίες δεν τον βάζει σε συγκεκριμένα κουτιά, δεν του δίνει έτοιμες φόρμες και δεν του στερεί την ελευθερία να πλάσει την αφήγηση όπως εκείνος κρίνει σκόπιμο· ή, καλύτερα, να συνθέσει εξαρχής μία, βασιζόμενος σε θραύσματα πολλών μικροαφηγήσεων –κάποιων που βρίσκει τυχαία μπροστά του και άλλων που οργανώνει ο ίδιος. Αντιθέτως, όλα τα παραπάνω τον ρίχνουν όλο και πιο βαθιά στην ανοιχτή θάλασσα της εννοιολογικής και αφηγηματικής τέχνης. Και ο Δρυγιανάκης, από τη μεριά του, έχει από χρόνια αποδειχθεί ικανός κολυμβητής.
Έτσι και εδώ, βάζει στον εαυτό του –και κατ' επέκταση στους ακροατές– έναν δύσκολο γρίφο: να δοθεί μια μορφή, ένα σχήμα, μια υπόσταση στον άνεμο και στα πτερύγιά του, δηλαδή στο κατεξοχήν αμορφοποίητο από τα στοιχεία της φύσης. Για να το κάνει, χρησιμοποιεί 26 συνολικά μουσικούς, στους οποίους (για να σας δώσω μια εικόνα) μπορούν και συμπεριλαμβάνονται το death metal σχήμα των Atavism, ο δεινός αυτοσχεδιαστής και πιθανώς από τους καλύτερους τζαζ ντράμερ της ημεδαπής Χρήστος Γερμένογλου, ο Jason Lescalleet (σημαντικό όνομα του αμερικανικού πειραματισμού), κιθάρες, βιολιά, κανονάκια, κλαρινέτα, ζουρνάδες, φωνές, μπόλικα ηλεκτρονικά και βέβαια ακόμα περισσότερα samples: αμάξια που μαρσάρουν, άνθρωποι που συζητούν σε δημόσιο ή ιδιωτικό χώρο, χέρια που χτυπούνε πόρτες, καμπάνες που αναγγέλλουν, τηλεοράσεις που αποκοιμίζουν, φράσεις που λέγονται με τα απλούστερα, τα πιο καθημερινά λόγια και κουδουνίζουν στο μυαλό σου για ώρα («πού να μπούμε εμείς μέσα στο άπειρο;») και τόσα ακόμα. Κι όλα σε μία και μόνη σύνθεση διάρκειας 50 λεπτών, η οποία προφανώς διέρχεται από τόσες μεταβολές, ώστε είναι πραγματικά αδύνατο να καταγραφούν μία προς μία σε ένα τέτοιο κείμενο. Και σε όποιο κείμενο, δηλαδή, ποιο το νόημα;
Το ζήτημα έγκειται στο πώς όλα τούτα συνέχονται, πώς αντιπαραβάλλονται το ένα στο άλλο, πώς συνομιλούν μεταξύ τους και στο τέλος τι είδους αφήγηση φτιάχνουν. Μέσα από την αιφνίδια παρουσία, εκεί όπου όλα δείχνουν την απουσία (π.χ. το αυστηρό χτύπημα μιας πόρτας σ’ ένα ηχητικό περιβάλλον που θα μπορούσε να παρομοιαστεί με το υπέροχο εκείνο κενό μιας ράθυμης καλοκαιρινής νύχτας), την αντιπαραβολή ενός αυτοσχεδιαστικού χάους με χαμηλόφωνες ιδιωτικές συζητήσεις και ανεπαίσθητες ηλεκτρονικές ατμόσφαιρες ή, αντιθέτως, την παράδοση της πιο πάνω φράσης σε έναν υποχθόνιο αυτοσχεδιαστικό στρόβιλο. Μέσα, τέλος πάντων, από πολλά δίπολα που συνδέουν, συμπληρώνουν ή αντιτίθενται το ένα στο άλλο, ο Δρυγιανάκης στήνει μια μαστορικής λεπτότητας διαλεκτική αφήγηση, όπου το καθετί αποκτά νόημα στην αλληλεπίδρασή του μέσα στο σύνολο και όχι αφ’ εαυτού του. Όπως όλοι μας, έτσι και τα υλικά με τα οποία ο Δρυγιανάκης στήνει την αφήγησή του υπάρχουνε μόνο εν σχέσει.
Ως παράπλευρο κέρδος, μία δουλειά σαν κι ετούτη μπορεί να μυήσει τον ακροατή και την ακροάτρια στην τέχνη της ακρόασης του καθημερινού, στο πώς μπορεί να φανταστεί ολόκληρους κόσμους εκεί όπου φαινομενικά υπάρχουν μόνο «ηχητικά σκουπίδια» και «κοινός θόρυβος». Όλα έχουν κάτι να μας πουν αν μπούνε σε μία συνθήκη διαλόγου και, αντιστρόφως, τίποτα δεν είναι αρκετά ασήμαντο για να μείνει οριστικά εκτός. Πεδίο δόξης λαμπρό από εκεί και πέρα για τον καθένα και την καθεμιά να φανταστεί πώς θα επεξεργαστεί τις πηγές, τι σημασία θα τους δώσει, πώς θα τις κόψει και πώς θα τις ράψει. Εδώ έγκειται η υψηλή μαστορική του Δρυγιανάκη –διότι περί μαστορικής πρόκειται.
Όπως θα έχετε μάλλον καταλάβει ως τώρα, δεν σκαρφαλώνεις εύκολα στα Πτερύγια Των Ανέμων –πώς θα μπορούσες άλλωστε; Δεν πρόκειται δηλαδή για δίσκο από εκείνους που, σε πρώτη τουλάχιστον φάση, τους αφήνεις «απλώς να παίζουνε», ελπίζοντας να σε πιάσουν και να τους πιάσεις κάπως στο περίπου. Ο συγκεκριμένος σου ζητά (αλλά και σου προσφέρεται για) να αφουγκραστείς και την παραμικρή σιγαλιά του· μοιάζει μ’ έναν τρόπο να απαιτεί την προσεκτική και συγκεντρωμένη ακρόαση του, όπως νομίζω συμβαίνει με όλες τις δουλειές του Δρυγιανάκη. Όπως όμως επίσης συμβαίνει σε όλα τα πρότζεκτ που φέρουν την υπογραφή του, η ακροαστική επιμονή επιβραβεύεται, συνήθως μεγαλοπρεπώς. Νομίζω ότι το Επί Πτερύγων Ανέμων είναι μία από αυτές τις τελευταίες περιπτώσεις.
Ακούστε ένα δείγμα γραφής, εδώ