Αν ακούσεις με προσοχή το Σαν Παιδικό Παιχνίδι, ψάχνοντας δηλαδή και τα «ψιλά γράμματα», θα αφουγκραστείς έναν μικρό κόσμο φιλοτεχνημένο με μεγάλη σπουδή και με εμβρίθεια: στις λεπτοϋφασμένες ενορχηστρώσεις, στην αρτιπαιξία σημαντικών μουσικών (Χάρης Λαμπράκης στο νέι, Σωκράτης Σινόπουλος στην πολίτικη λύρα, Κυριάκος Γκουβέντας στο βιολί, Βαγγέλης Καρίπης στα κρουστά κ.ά.), στις μελωδικές ιδέες του Χρίστου Τσιαμούλη –και στον τρόπο με τον οποίον απηχούν το ενδιαφέρον του για τον κωνσταντινουπολίτικο/σμυρνέικο καμβά της έντεχνης έκφρασης– σε στιγμές της Σοφίας Παπάζογλου πίσω από το μικρόφωνο (μίας από τις πιο άξιες γυναικείες φωνές των τελευταίων χρόνων). 

Αλλά αυτές ακριβώς οι αρετές είναι που τελικά σε βυθίζουν σε μια δίνη αναποφασιστικότητας, καθώς προσπαθείς ν' αποτιμήσεις το άλμπουμ. Μια δουλειά που εμφανώς δεν «κουμπώνει», μα που σε τόσες και τόσες γωνιές της προτάσσει ένα επίπεδο ζηλευτό –ώστε τελικά θολώνεις, δεν βρίσκεις πώς είναι δυνατόν, πιστεύεις ότι φταις εσύ και ξαναρίχνεσαι σε ατέλειωτες ακροάσεις, ατέρμονες σημειώσεις.     

Τις πταίει, λοιπόν; Κατά τη γνώμη μου, φταίει η άποψη. 

Ο Χρίστος Τσιαμούλης, αυτός ο πολυπράγμων μουσικάνθρωπος (τον ακούμε εδώ να συνθέτει, να τραγουδά, να παίζει ούτι και μαντολίνο), παρασύρεται από το γλυκόλαλο άσμα παλαιικών σειρήνων. Κι ενώ οι μελωδίες του διαθέτουν στόφα ακριβή, επικρατεί τελικά η εντύπωση μιας φωτογραφίας από εκδρομή 20 χρόνια πριν. Ακόμα μάλιστα και κάποιες στροφές προς πιο λαϊκά μονοπάτια, πάλι τον Χρήστο Νικολόπουλο της δεκαετίας του 1990 απηχούν. Το τάιμινγκ, όμως, παίζει καίριο ρόλο στην ανθρώπινη ζωή. Κι εκείνη η ρήση που λέμε συχνά οι της μουσικής δημοσιογραφίας, «αν αυτός ο δίσκος είχε βγει τότε, θα έσκιζε», κρύβει το αγκάθι μέσα στη φιλοφρόνηση: πράγματι, θα είχε σκίσει το Σαν Παιδικό Παιχνίδι στα 1995· μόνο που έχουμε 2015. 

Περισσότερο πάντως από τις μουσικές του Τσιαμούλη, οι οποίες παρ' όλα τα παραπάνω διαθέτουν και ευδιάκριτες αρετές, «χτυπάει» η σοκαριστική αποτυχία των συμμετεχόντων στιχουργών (Ηλίας Κατσούλης, Λιζέτα Καλημέρη, Κώστας Καρτελιάς, Ελένη Περινού) να γράψουν τραγούδια ικανά να μπουν στο στόμα μας, γενόμενα soundtrack της καθημερινότητάς μας. Κάτι ερωτικά σκιρτήματα συναντούμε, πελαγοδρομώντα σε θάλασσες, ουρανούς, χελιδόνια και κόσμους μυστικούς: αδυνατούν να δημιουργήσουν συμπάθεια και ταύτιση· και κάτι για ασίκικους σκοπούς ακούμε, «που 'λεγαν στα καφέ αμάν παλιά» μα εσένα σου φέρνουν κατά νου φοιτητικές ανησυχίες της δεκαετίας του 1990, όταν έπαιρνε τα πάνω του ο έντεχνος νεοπαραδοσιακός ήχος στα απανταχού τσιπουράδικα

Και, το χειρότερο, κάτι εκτός τόπου και χρόνου λόγια, εντελώς αποκομμένα από το σήμερά μας.

Καμιά μαχαιριά, ας πούμε, δεν πονάει τη Νέα Σμύρνη, όπως διατείνεται στο "Δυτικά Της Λύπης" ο Κώστας Καρτελιάς, «όταν θυμάται». Αν θυμάται κάτι η Νέα Σμύρνη του 2015, είναι τις ποπ/ροκ ανησυχίες των 1980s, τα δισκοπωλεία, τον Άδωνι και το Επιτόκιο, την άνοδο του ΠΑ.ΣΟ.Κ. σε τοπικό επίπεδο κι αργότερα τα house στέκια της πλατείας. Για να το πάω μάλιστα ακόμα πιο μακριά, ούτε καν ο ίδιος ο Κώστας Καρτελιάς δεν δύναται να θυμάται: μόνο διηγήσεις τρίτων μπορεί να ανακαλέσει. Κι αντί να τις μεταχειριστεί ως αυτό που είναι, δένοντάς τις με τη συνέχεια της αθηναϊκής Νέας Σμύρνης στον χρόνο, καταφεύγει σε μια ευκόλως κλαψιάρικη νοσταλγία για μια Παλαιά Σμύρνη στην οποία όποιος πράγματι έζησε, πρέπει πια να είναι γύρω στα 100. 

Κοντά σε όλα αυτά, χάθηκε τελικά και η καλλίφωνη, εκφραστική Σοφία Παπάζογλου. Ίσως γιατί δεν βρήκε κι εκείνη τίποτα να τραγουδήσει που να αντανακλά τον κόσμο μιας γυναίκας της εποχής μας, στα 40κάτι. Κι έτσι επιστράτευσε τις τεχνικές και τους χρωματισμούς που έμαθε από τη θητεία της στο έντεχνο των ύστερων 1990s και στην αναβίωση του σμυρνέικου ύφους με την Εστουδιαντίνα (Νέας Ιωνίας) Βόλου και με άλλα σχήματα παρεμφερών ανησυχιών. Παρότι οι ερμηνείες της είναι σωστές, παρότι εντυπώνεται το συναίσθημά τους και κερδίζονται (όπως είπα και πιο πάνω) ορισμένα σημεία, έμεινα γενικά με την εντύπωση ότι ακούω τη... θεία της τραγουδίστριας του Μην Της Μιλάς Της Μοναξιάς Στον Ενικό (2012), αν μου επιτρέπετε να το πω όπως το σκέφτομαι. 

Μικρά πράγματα, μεμονωμένες στιγμές, ασφαλώς και απομένουν: ο ίδιος ο Τσιαμούλης λ.χ. λέει καταπληκτικά την "Τριανταφυλλιά Της Θάλασσας", σε ένα πράγματι απολαυστικό στιγμιότυπο. Δεν μιλάμε άλλωστε για δίσκο που στερείται ενδιαφέροντος. Οπωσδήποτε, όμως, μιλάμε για μια χαμένη ευκαιρία. Από έναν χώρο ο οποίος έχει πια χάσει το μέτρημα της ανάλογης χασούρας, ανήμπορος (ή απρόθυμος) να σπάσει το εσωστρεφές νήμα που τον κρατά φυλακισμένο σε μικροκόσμους κωλυώμενους να επικοινωνήσουν με το «εκεί έξω» του 21ου αιώνα (το γηγενές, μα και το παγκόσμιο). Ίσως κριθώ κι εγώ ως υπέρμετρα αυστηρός. Αλλά αν δεν τ' ακούσουν οι άξιοι, σε ποιους θα τα απευθύνουμε; Στους μέτριους; 

Τη γράφω όμως αυτήν την κατακλείδα και για έναν ακόμα λόγο: φτάνοντας στο τέλος του άλμπουμ ακούμε επιτέλους και μια απόπειρα σύγκλισης με το παρόν, στο remix στο "Σαν Χελιδόνι Μόνο". Η οποία προδίδει όμως τρομακτική απόσταση από κάθε έννοια συγχρονικότητας, προτάσσοντας πεπερασμένες λογικές ethnic ραδιοφώνων, τα κλισέ των οποίων έχουν ήδη από τα 1990s (που τόσο απασχολούν τελικά το Σαν Παιδικό Παιχνίδι) ανατραπεί σε εγχώριο επίπεδο, χάρη στις θαυμάσιες δουλειές της Κρίστης Στασινοπούλου. Για όσους τουλάχιστον πρόσεξαν και θυμούνται. 

{youtube}4pUCGDwp7ck{/youtube} 

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured