Στην παγκόσμια μουσική σκηνή έχουμε πολλές φορές γίνει μάρτυρες αναβιώσεων, άλλοτε σημαντικών (όπως για παράδειγμα αυτή της ψυχεδέλειας στα μέσα της δεκαετίας του 1980) και άλλοτε ολωσδιόλου μηδαμινών σε επίπεδο προσφοράς εκ νέου (όπως η αναβίωση του ska στα μέσα των '00s). Πέραν όμως της όποιας αποτίμησης μπορεί να προστεθεί στο τελικό πηλίκο μιας τέτοιας μουσικής κίνησης, αυτό που αποτελεί κοινό γνώρισμα σε πάμπολλες κριτικές δίσκων ή μουσικά άρθρα, είναι ότι έχει γίνει αποδεκτό να σχετίζεται πλέον η αναβίωση αποκλειστικά με την ηχητική εμμονή και όχι με τα κοινωνικοπολιτικά χαρακτηριστικά που γέννησαν το πρωτόλειο ύφος. 

Στην περίπτωση μάλιστα των νεο-grunge συγκροτημάτων που ξεπετάγονται  κυριολεκτικά ως αμανίτες στην ελληνική σκηνή τα τελευταία 4 χρόνια, έχουμε κατά την άποψή μου κυρίως παράγωγα μιας απενοχοποιημένης μερίδας metallheads, όσων μεγάλωσαν χωρίς τη δαμόκλεια σπάθη των παλαιότερων του είδους –που είδαν το grunge ως καταστροφή στις αρχές των 1990s– και παράλληλα με παραφυάδες του intellectual σκληρού ήχου (βλέπε Tool, Neurosis) που τελικά επηρέασε τους πάντες στο heavy rock. Γι' αυτό ακριβώς, η συγκεκριμένη αναβίωση έχει να κάνει περισσότερο με μια ηχητική νοσταλγία, παρά με το απότοκο μιας γενεσιουργού αιτίας. Και δυστυχώς, αν μείνει ως τέτοια, μένει ως μαυσωλείο· το οποίο απλά θυμίζει τη νεότητα σε κάποιους, δίνοντας παράλληλα εύκολες δημιουργικές λύσεις σε άλλους.

Κι αυτό δεν σε ενοχλεί μεν όταν ακούς τύπους να βαράνε «πράσινες» (γιατί, έτσι κι αλλιώς, κάποια στιγμή θα μας αδειάσουν τη γωνιά), σε προβληματίζει όμως όταν ακούς καλούς παίχτες. Οι Solarmonkeys, ας πούμε, παίζουν καλά: καμία αμφιβολία ως προς τούτο. Μπορεί να τους προδίδει το απαράδεκτα απλοϊκό για τα μέτρα της ηχουργίας τους εξώφυλλο όταν μέσα η παραγωγή έχει κάνει σωστά τη δουλειά της (και ακόμα καλύτερα την έχει κάνει το mastering), πάντως το ίδιο το συγκρότημα παίζει σωστά και χωρίς να κουνάει, παρά σε ελάχιστα σημεία. 

Ειδικότερα τα φωνητικά στέκουν ψηλά στο Payblack, αν και θα διαφωνήσω με ό,τι διάβασα στο δελτίο τύπου περί Stanley (βλέπε Alice In Chains) και Cornell (βλέπε Soundgarden): το δικό μου αυτί ακούει John Corabi, αλλά είναι τελικά ήσσονος σημασίας, μιας και τα φωνητικά του John Citizen αποδεικνύονται πάρα πολύ καλά και σε χροιά, και σε τόνο και σε ερμηνεία. Χωρίς ωστόσο κάτι τέτοιο να σημαίνει πως παραδίδει και κάτι καινούργιο –κάτι δηλαδή πέρα από όσα έχει καθιερώσει το grunge στο επίπεδο της δομικότητας των ερμηνειών. Και νομίζω ότι οφείλει να το κάνει ένας τραγουδιστής, όταν το είδος στο οποίο δραστηριοποιείται έχει πια ιστορία 25 χρόνων. 

Και πέρα όμως από τον frontman τους, οι Solarmonkeys διαθέτουν δυνατότητες: το παίξιμό τους είναι δυναμικό (κάτι που τους πιστώνεται στην ολότητα του Payblack), αλλά και σε συνθετικό επίπεδο στέκουν καλά, όπως αποδεικνύει π.χ. το μικρό ιντερλούδιο του "Momma's Son", όπου τον λόγο παίρνουν διαφορετικές λογικές συνθετητών και παραμορφωτών, πέρα από το κλασσικό fuzz. Στο χέρι τους είναι λοιπόν αν θα ακολουθήσουν ανάλογες εκλάμψεις στο μέλλον ή αν θα παραμείνουν απλά θαυμαστές του εαυτού τους, και δέσμιοι παράλληλα του μέχρι τώρα κοινού τους. 

{youtube}nqzNBINYcgs{/youtube}

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured