Η πίστη αυτής της θεσσαλονικιώτικης τριάδας στη λιτότητα διαχέεται σε όλη της την ύπαρξη: στο μινιμαλιστικό εξώφυλλο (μέρος ενός γενικότερα άρτιου artwork) και στα αναγκαία και μόνο στοιχεία που παραθέτουν περί του εαυτού τους, με την ταυτόχρονη απουσία ευχαριστιών, φωτογραφιών και τσιτάτων.

Το ίδιο γνώρισμα διακρίνει τους Fog Ensemble και στις συνθέσεις, παρότι το είδος που διάλεξαν να υπηρετήσουν (post-rock) εγκυμονεί πολλές φορές κινδύνους για τον μουσικό/δημιουργό/εκτελεστή: καθώς οι στίχοι απουσιάζουν, πολλοί αγωνιούν να παραθέσουν τη βιρτουοζιτέ τους, λες και δεν είναι σίγουροι ακριβώς για την οργανική χαρακτηρολογία της μουσικής τους ομάδας. Εν αντιθέσει, αυτή η μπάντα κατάφερε να φτιάξει έναν δίσκο στον οποίον η ανάπτυξη των μελωδικών δομών σε κάθε μία από τις 7 συνολικά συνθέσεις είναι τέτοια, ώστε κρατά το ενδιαφέρον του ακροατή χωρίς να χρειάζεται καμία περιττή επιδειξιμανία αρτιπαιξίας.

Επιπλέον, το post-rock τους δεν έρχεται σκέτο: πολλές διαφορετικές σχολές ήχου έχουν συμβάλλει στην ανάπτυξη του ύφους τους και θα ήταν έτσι αδικία να μην αναφερθεί η dream pop που διακατέχει συνθέσεις όπως π.χ. το "City Rat". Το new wave, επίσης, έχει εδώ μέσα τις δικές του πινελιές, πιστοποιώντας ότι στη Θεσσαλονίκη διατηρεί ακόμα σημαίνουσα θέση στα ηχητικά πράγματα –για λόγους που δεν είναι ο τόπος να εξηγηθούν διεξοδικά, πιστεύω όμως ότι έχουν κυρίως να κάνουν με την πάντα καίρια ρομαντικότητα που διακατέχει ακόμα και στις ημέρες μας την πόλη. Οι κιθάρες του Αντώνη Καρακώστα διαθέτουν σαφώς (και) τέτοιες αρμολογίες στην έγχυσή τους μέσα στις συνθέσεις. Ειδική μνεία αξίζει και στο μπάσο του Νικόλα Κονδύλη, μιας και ουσιαστικά αποτελεί τον συνδετικό κρίκο μεταξύ του οράματος της μπάντας και αυτού που ακούγεται τελικά από τα ηχεία. 

Πλην των κιθάρων, ο Καρακώστας επωμίστηκε και τον προγραμματισμό, όπου έχει καταθέσει έξυπνη δουλειά, χτίζοντας καλοδεχούμενους ηχοθόλους, οι οποίοι παραμένουν στην υπηρεσία της σύνθεσης και δεν καθίστανται υποχείριο των (άπειρων) δυνατοτήτων τους –όπως έχουμε δει να γίνεται σε πάμπολλες περιπτώσεις. Δεν μπορώ πάντως να μην σημειώσω ότι, ενώ ακούμε έναν σταθερό ντράμερ (μόλις ένα λάθος παρατήρησα εκ μέρους του Γιώργου Νανόπουλου σε ολόκληρη την ηχογράφηση), απουσιάζει από το παίξιμό του το νεύρο που θα μπορούσε να έχει επιδείξει σε διάφορα σημεία του δίσκου, ειδικά από τη στιγμή που οι υπόλοιποι του παρέχουν την πλατφόρμα για κάτι τέτοιο. Το ταμπούρο του μπορεί λοιπόν να αναδεικνύεται στυλοβάτης σε συνθέσεις όπως το α-λα-Joy Division "Subway", μερικές όμως δυναμικές κόντρες ή ανάποδα χτυπήματα θα οδηγούσαν σε ένα όμορφα αντιστικτικό αποτέλεσμα.

Θεωρώ ότι, αν η συγκεκριμένη μπάντα πάει πέρα από τις '00s επιρροές που εμφιάλωσαν το post-rock ιδίωμα (καθιστώντας το πλέον αποκλειστικά για τη γυάλα), μπορεί να καταθέσει κάποιο δισκογράφημα για το οποίο θα μιλάμε για καιρό. Για την ώρα, η αξιοπρόσεκτη λιτότητα που αναφέρθηκε και στην αρχή τους βοηθά να υπερνικήσουν τον βερμπαλισμό που διακατέχει το είδος, φτιάχνοντας έναν δίσκο που θα σύστηνα όχι μόνο στους λάτρεις αυτού, αλλά και σ' εκείνους του art rock ήχου.

{youtube}NPnclV-Fkvk{/youtube}

 

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured