Τι γίνεται, αλήθεια, εκεί στο βασίλειο του εντέχνου τελευταία; 

Γιατί έχουν όλοι τους βαλθεί να συναγωνίζονται ποιος θα επιστρέψει περισσότερο και πιο «σωστά» (ή και «ποιοτικά») στις ρίζες; Εντάξει, δεν λέω, προφανώς και είναι καλό το παρελθόν –το σπουδαίο, όχι όποιο κι όποιο– να λειτουργεί ως πηγή έμπνευσης για τους νέους δημιουργούς, όμως τα περισσότερα από όσα μάς προτείνονται τελευταία δεν αποτελούν παρά αναβιώσεις (στην καλύτερη περίπτωση) παλιών λαμπρών στιγμών.

Ακούω λοιπόν τον Χορό Των Ημερών και χαίρομαι, αφού αναγνωρίζω ικανότητες και δουλειά πίσω του. Αλλά το μυαλό μου πάει κάθε στιγμή, αυτομάτως, σε κάτι που ήδη ξέρω: να ένας Χατζιδάκις εδώ, ένας Μαμαγκάκης εκεί, να ένας Μάλαμας παραπέρα, να 'σου κι ένας Θανάσης (είπαμε, ένας είναι ο Θανάσης) στο βάθος. Και πάει λέγοντας. Δεν μπόρεσα να διακρίνω δηλαδή στα 12 αυτά τραγούδια τη διάθεση από τη μεριά της δημιουργικής τριπλέτας –ο συνθέτης Χρυσόστομος Καραντωνίου, ο στιχουργός Δημήτρης Παπαχαραλάμπους και ο ερμηνευτής Πάνος Παπαϊωάννου– να αρθρωθεί ένας δικός της λόγος. Να φέρει, έστω διστακτικά, τον παλιό ωραίο κόσμο λιγάκι προς τα εδώ, προς την ευρύτερη ατμόσφαιρα του 2015.

Όπως προείπα, οι δυνατότητες υπάρχουν και είναι ευδιάκριτες. Ο Καραντωνίου ξέρει να γράφει μελωδίες (το κελαρυστό ρεφραίν του σουξέ "Τα Μεροκάματα" δεν είναι το μοναδικό σχετικό παράδειγμα), ο Παπαχαραλάμπους έχει τον τρόπο του με τις λέξεις, ο Παπαϊωάννου διαθέτει και τεχνική και ψυχή. Κι όμως, κανείς τους δεν τολμά, κανείς τους δεν φαίνεται διατεθειμένος να ρισκάρει κάπου ή να μπλοφάρει έστω. Κι έτσι οι μελωδίες παραμένουν γειωμένες σε κοινούς τόπους (όσο κι αν αρκετές είναι πραγματικά όμορφες), οι στίχοι αναλώνονται στη γενικόλογη μελαγχολία (εκείνη που μοιάζει να αποτελεί σήμα κατατεθέν του έντεχνου) και οι ερμηνείες αναζητούν συνεχώς ταυτότητα, πότε στον Γεράσιμο Ανδρεάτο, πότε στον Σωκράτη Μάλαμα, άλλοτε στον Γιάννη Πουλόπουλο. Να οφείλονται τα παραπάνω στο ότι η τριπλέτα δεν έχει ακόμα βρει το προσωπικό της στίγμα; Να φταίει το ότι ο κόσμος αυτά ζητάει –οπότε κι οι δισκογραφικές αυτά στηρίζουν; Δεν μπορώ να ξέρω τι ισχύει, θα μείνω στις διαπιστώσεις.

Νομίζω ότι το κυριότερο μειονέκτημα του Χορού Των Ημερών είναι, τελικά, η έλλειψη ενός ζωοδότη παλμού. Αν μη τι άλλο, κάτι τέτοιο ζητάς από τους νέους, από τους άφθαρτους, από όσους έρχονται με πολλές συστάσεις (συμμετέχουν εδώ η Δήμητρα Γαλάνη και ο Παντελής Θαλασσινός, αλλά και η Λαμπρινή Καρακώστα) και λανσάρονται ως ανανεωτές –ως εκείνοι που έχουν να μας παρουσιάσουν μια «ολοκληρωμένη πρόταση για το σύγχρονο τραγούδι» (έτσι γράφει το δελτίο τύπου). Εγώ λοιπόν αυτή την πρόταση δεν την άκουσα εδώ. Εκτός κι αν θεωρήσουμε ως τέτοια τους παλαιοροκάδικης κοπής κιθαρισμούς –τοποθετημένους τέρμα δεξιά στη μείξη, φαντάζομαι για να μην τρομάξει κανείς– που άκουσα σε ένα σημείο...

Θα μου αντιτείνετε (και θα έχετε δίκιο) ότι ένας καλλιτέχνης δικαιούται, άμα έτσι νιώθει, να είναι εντελώς μελαγχολικός, μουρτζούφλης και απαισιόδοξος. Έτσι είναι, δεν μπορούμε να ζητάμε κατά παραγγελία διαθέσεις από τους καλλιτέχνες. Σας υπενθυμίζω όμως ότι τα σπουδαία «σκοτεινά» έργα (όλα τα σπουδαία έργα γενικότερα) είναι εκείνα που πέτυχαν εξισορροπήσεις, όσα άφησαν χώρο στις παρυφές της κυριαρχούσας αίσθησής τους για μικρά ξέφωτα: λίγο χιούμορ να σπάει τη μαυρίλα, μια μουσική έξαρση να κοντράρει την απαισιοδοξία, μια λοξή ματιά να διαλύει τα στεγανά ενός χιλιοτραγουδισμένου θέματος.

Ο Χορός Των Ημερών, όμως, δεν είναι ένας τέτοιος δίσκος: αποκαλύπτεται εύκολα ότι τα βήματά του είναι μονόπαντα και επαναλαμβανόμενα. Μπορεί να έχει τα φόντα για να κάνει τους πολλούς να χορέψουν, δεν ξέρω όμως αν αυτό από μόνο του λέει κάτι...

{youtube}d9wQcTPb-ao{/youtube}

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured