Όταν πια τα πάντα έχουν κλωθογυρίσει στο πλυντήριο του νου σου και οι σημειώσεις ακρόασης δεν επιδέχονται άλλων τροποποιήσεων, το συμπέρασμα στέκει μπροστά σου λαμπερό, ακλόνητο· και κάθε απόπειρα να το ψειρίσεις περισσότερο, απλά το δικαιώνει. Δικαιώνει –εν προκειμένω– την αληθινή προσφορά αυτής της έκδοσης (2CD + βιβλίο 160 σελίδων) στον εγχώριο πολιτισμό. Κι εννοώ εδώ τον ζώντα πολιτισμό της παράδοσής μας, όχι τα όσα βαρύγδουπα και θολά προβάλλει ο επίσημος λόγος μιας πολιτείας που αισθανόταν (κι αισθάνεται) άβολα με ό,τι συγκροτεί τη νεοελληνική ταυτότητα.
 
Περιέχει πολλές συγκινήσεις το προσωπικό τούτο ημερολόγιο του Κωστή Δρυγιανάκη, το οποίο καταγράφει τις μεταξύ 1991 και 2002 περιπλανήσεις του στο κομμάτι της Θεσσαλίας που ορίζεται από τον Τύρναβο Λαρίσης ως το νότιο άκρο της Μαγνησίας και από τον Λαύκο του Πηλίου ως (σχεδόν) τα Φάρσαλα. Κι έχει μεγάλη σημασία να τονιστεί η διάσταση αυτή, του ημερολογίου. 
 
Γιατί δεν έχουμε εδώ κάποια εξαντλητική μελέτη της ψαλτικής τέχνης, μα μια ανθολογία που γεννήθηκε όταν ο Δρυγιανάκης έσκυψε –με τα μυαλά πια του 2013– πάνω σε ένα αρχείο λαθραίων (κυρίως) ηχογραφήσεων, το οποίο ξεκίνησε να συγκροτεί όταν ακόμα είχε ελάχιστη σχέση με το αντικείμενο. Ο ίδιος μας εξηγεί πολύ ωραία τις σκέψεις του, τη μεθοδολογία του και τους προβληματισμούς του, σε ένα υποδειγματικό εισαγωγικό κείμενο. Οπότε έχει περισσότερη σημασία για μας το ότι κινείται προς μια ανθρωπολογία της ψαλτικής, ακολουθώντας τη «γραμμή» που χαράχτηκε ήδη το 1935 από τη Μέλπω Μερλιέ, μα εξακολουθεί να σπανίζει στη δισκογραφία: μελετά δηλαδή την προφορική παράδοση της ψαλτικής τέχνης, τη λεγόμενη λατρευτική (σε αντιδιαστολή με τη συναυλιακή) ψαλτική.
 
Μεγάλη επίσης σημασία για τα όσα ακούμε, έχει ότι καταγράφηκαν από έναν άνθρωπο σαν τον Κωστή Δρυγιανάκη. Για πολλούς λόγους. Πρώτα-πρώτα, η παράλληλη εντρύφησή του στον μουσικό πειραματισμό του 20ου αιώνα του επέτρεψε να εντάξει στις ηχογραφήσεις τον γενικότερο ηχητικό κόσμο των λατρευτικών δρώμενων: π.χ. τους πιστούς, τους θορύβους του περιβάλλοντος, την αισθητική που επιβάλλει η ίδια η αντήχηση των ναών ή και η ηχητική τους ακόμα εγκατάσταση. Συμπληρωματικά, η εξοικείωσή του με το έργο του Γιάννη Χρήστου και του Wolf Vostell τον βοήθησε, όπως ο ίδιος αναφέρει, να εκτιμήσει και τις στιγμές εκείνες όπου η ψαλτική τέχνη έδωσε τη θέση της «σε μια άφωνη τελετουργική επιτέλεση, όπως η Αποκαθήλωση». 
 
Δεύτερον, γιατί τα σχόλιά του δεν δίστασαν να ξεφύγουν των απαραίτητων τυπικών πληροφοριών, μεταδίδοντας κάτι από το γενικότερο κλίμα της ηχογράφησης. Για παράδειγμα, εκείνο το «συννεφιασμένο απόγευμα στις αρχές του Απρίλη με ελάχιστο κόσμο στην εκκλησία και ημίφως» προσφέρει στην ήδη εκπληκτική εκτέλεση του Στέφανου Μάργαρη στο "Κύριε, Τα Τελεώτατα Φρονείν" (Άγιος Αθανάσιος, Σταγιάτες Πηλίου, 1996) μία επιπλέον διάσταση· κι αυτό το «η Βρύναινα, ορεινό χωριό στις πλαγιές της Γούρας, παράγει εξαιρετικό μέλι και τσάι του βουνού» εικονοποιεί άμεσα τον κόσμο στον οποίον ανασαίνει το "Προφητεία Ιεζεκιήλ-Απόστολος". Τρίτον, γιατί μερικές εκλογές φαίνεται να έγιναν στη βάση ενός ορθότατου ενστίκτου: «με κέρδισε αμέσως ο ιερέας [στη Νεράιδα Φαρσάλων], η καθαρή ματιά του, η απλότητα και η πραότητα», γράφει ο Δρυγιανάκης στις σημειώσεις για το "Σήμερον Κρεμάται Επί Ξύλου..." (Άγιος Δημήτριος, Νεράιδα Φαρσάλων, 1999), «αποφάσισα ότι έπρεπε να συμπεριληφθεί στις Μεγαλοβδομαδιάτικες ηχογραφήσεις μου». Κι έτσι κερδίσαμε κι εμείς μία από τις πιο συγκλονιστικές εκτελέσεις που φιλοξενούνται εδώ.
 
Ασφαλώς, στη βάση μιας τέτοιας καταγραφής δεν βρίσκεται το «ωραίο» –ή, εν πάσει περιπτώσει, δεν βρίσκεται μόνο αυτό. Αρκετά από όσα ακούμε περιέχουν λάθη και ατέλειες, ενώ κάποια είναι πολύ ενδιαφέροντα για τα όσα μάς μαρτυρούν, αλλά όχι «ευχάριστα» στο αυτί, το δικό μου τουλάχιστον. Με όρους ας πούμε πνευματικότητας και προσευχής, αληθεύει πως η εκτέλεση στο "Τέλος Του Απόδειπνου" (Άγιος Γεράσιμος, Μακρυνίτσα, 1996) είναι ασυναγώνιστη· εντούτοις, βρισκόμαστε στα όρια της ακουστότητας. Αναλόγως, στα "Πασαπνοάρια-«Σήμερον Συνέχει Τάφος...»" αποτυπώνεται εξαιρετικά ο ψαλτικός υπερπληθυσμός από ευκαιριακούς, ενθουσιώδεις συμμετέχοντες· αλλά ταυτόχρονα, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Κωνσταντίνος Χ. Καραγκούνης, «κατανοούμε γιατί η Εκκλησία ανέδειξε τους ψάλτες, προκειμένου ν' αποφύγει την ακαταστασία που μπορεί να δημιουργηθεί από ένα ένθερμο, ενθουσιασμένο εκκλησίασμα, το οποίο επιθυμεί να ψάλλει χωρίς επίγνωση των δυσκολιών». Παρεμπιμπτόντως, ο σχολιασμός του Καραγκούνη αναδεικνύεται σε πολλά σημεία καίριος και οξυδερκής, συμπληρώντας ιδανικά τα κείμενα του Δρυγιανάκη.
 
Παρά ταύτα, η μεγάλη επιτυχία βρίσκεται θεωρώ στην ικανότητα πρόσδεσης του λαογραφικώς/ανθρωπολογικώς σημαντικού στο αισθητικώς ωραίο. Πρόκειται για χαρακτηριστικό που απουσιάζει ηχηρά από δίσκους με αρχειακές καταγραφές, οι οποίοι συχνά κρίνονται με βάση την αξία του υλικού για έναν μικρό κύκλο μελετητών, παρά με βάση τη συγκινησιακή δυναμική αυτού –που συνήθως αποδεικνύεται μικρή, έως αμελητέα. Τα παραδείγματα, πάρα πολλά.
 
Είναι ας πούμε διαρκής η εντύπωση που αφήνει η εκτέλεση του Ιδομενέα Κασσαβέτη στο "Τον Νυμφώνα Σου Βλέπω" (Δώδεκα Απόστολοι, Αγριά, 1997), σε άψογο θεσσαλονικιώτικο στυλ. Ο Θεόδωρος Μυλωνάς ψάλλει το "Πάσα Η Κτίσις Ηλλοιούτο Φόβω" (Τίμιος Πρόδρομος, Ανακασιά, 1991) κατά λαμπρό πατριαρχικό τρόπο, ενώ εκπληκτική αναδεικνύεται η συνύπαρξη δυτικοευρωπαϊκών και βυζαντινών στοιχείων στην εκτέλεση του "Πασαπνοάρια-«Εν Ταις Λαμπρότησι Των Αγίων Σου»" (Άγιος Γεώργιος, Τύρναβος, 1994). Στο "Ω Της Ιούδα Αθλιότητος!" (Άγιος Γεώργιος, Κάπουρνα, 1999) ο Αντώνης Αναστασίου χάνει ίσως σε κατάρτιση, καταπλήσσει όμως με τις γέφυρες τις οποίες ρίχνει προς το δημοτικό τραγούδι. Ο Απόστολος Νίτης, πάλι, αποδεικνύεται αφοπλιστικός στο "Ω! Πώς Η Παράνομος Συναγωγή" (Άγιος Δημήτριος, Άγιος Λαυρέντιος Πηλίου, 1996), το ντουέτο Μιχάλη Γονδουλάκη & Κατερίνας Αγγελοπούλου στο "Σε Τον Αναβαλλόμενον Το Φως Ώσπερ Ιμάτιον" (Άγιος Νικόλαος, Σέχι, 2002) στέκει ως μια πραγματικά ιδιαίτερη νότα, το "Φωτίζου, Φωτίζου" («Κάτω» Παναγία, Ξενιά, 1996) είναι η καλύτερη από τις γυναικείες ψαλμωδίες που φιλοξενούνται εδώ –ανεπιτήδευτη, ιεροπρεπής, με χορό μοναστικού τύπου– ενώ ο "Κατηχητικός Λόγος" (Άγιος Γεώργιος, Ελευθεροχώρι, 1999) συνιστά ένα βαθιά βιωματικό δείγμα εκκλησιαστικού λόγου: θαυμάσιος αναγνώστης ο πατήρ Γιώργης Μπουκουβάλας, μα και «πομπός» των εμπεριεχόμενων θεολογικών εννοιών. 
 
Εάν λοιπόν απομείνει κάτι όρθιο μέσα στην τρέχουσα λαίλαπα και υπάρξει τελικά ένα κάποιο μέλλον σε αυτόν τον τόπο, εκτιμώ ότι η παρούσα δουλειά του Κωστή Δρυγιανάκη θα καταστεί σημείο αναφοράς για το πώς θα έπρεπε να αντιλαμβανόμαστε/καταγράφουμε/επεξεργαζόμαστε την εκκλησιαστική μας μουσική στον 21ο αιώνα. Κι αν θέλετε, οτιδήποτε άλλο λογίζουμε ως παράδοση σε ένα σημείο της ιστορίας μας όπου οι νέοι άνθρωποι γυρίζουν μαζικά την πλάτη τους σε τέτοια πράγματα, έχοντας λόγους (κάποιους καλούς, άλλους κακούς) να αισθάνονται εγγύτερα σε όσες τάσεις εισβάλλουν από την Εσπερία.  

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured