Δόξα τω θεώ, σε τούτη τη χώρα η έννοια «μελοποίηση ποιητικών πονημάτων» δεν έλειψε από κανένα σημείο της ελληνικής δισκογραφίας στα τελευταία 40 (και παραπάνω) χρόνια. Και μπορεί τα αποτελέσματα να μην υπήρξαν πάντα αρεστά, μπορεί οι προθέσεις να μην ήταν πάντα καθαρά καλλιτεχνικές (ήταν και χρυσοθηρικές), παρέμεινε όμως μια πρόκληση, στο ρίσκο της οποίας αρέσκονται σταθερά οι συνθέτες. Πολλοί βέβαια έχουν υποστηρίξει και την ευκολία μιας τέτοιας πρακτικής, γιατί όταν μιλάμε για ονόματα με ακολουθητές που μπορούν να γεμίσουν και τάνκερ ακόμα (βλέπε Καρυωτάκης ή Λειβαδίτης), υπάρχει εκ μέρους του δημιουργού κι ένας εφυσηχασμός ως προς το αποτέλεσμα. Στα σίγουρα πάντως η May Roosevelt δεν ανήκει στους τελευταίους.

Στη μέχρι τώρα διαδρομή της στη δισκογραφία, η May Roosevelt έχει επιδείξει μια ανησυχία όχι μόνο αναγνωρίσιμη, μα και που ενείχε κίνδυνο: θυμίζω ότι στο Haunted (2011) δεν δίστασε να πάρει βασικές φόρμες από την παραδοσιακή μας μουσική και να τις τρανσφορμάρει. Επίσης, έχει αποδείξει ότι προχωρά με προσεκτικά βήματα. Και φέτος η έκπληξη –μα και ο σεβασμός– που κερδίζει η νεαρά συνθέτης μετρώνται στην κλίμακα του «μεγάλου» και του «δίκαιου». Διότι λίγο να ξέρεις τα τερτίπια του μεγάλου Ντίνου Χριστιανόπουλου, λίγο να έχει πάρει το αυτί σου περί της απέχθειάς του για τη δημοσιότητα και τις δημόσιες σχέσεις, καταλαβαίνεις τον υψηλό πήχη που έθεσε η Roosevelt στο νέο της έργο.

Ο Θεσσαλονικιός ποιητής είναι μία από τις πλέον ιδιαίτερες μορφές της ελληνικής γραμματείας. Μ' έναν λόγο ο οποίος ισορροπεί ιδιόρρυθμα (και αριστουργηματικά) ανάμεσα στην ηθογραφική γλώσσα, στον παρελθοντικό παραισθητισμό, σε έναν ισχυρότατο ερωτισμό και σε μια μεταμοντέρνα μετα-παουντιανή διάλεκτο, έχει συγκροτήσει μια περσόνα στην οποία δεν μπορείς παρά να σκύψεις με ενδιαφέρον (αν όχι με συγκίνηση) κάθε φορά που την προσεγγίζεις. Και επειδή ακριβώς ο λόγος του Χριστιανόπουλου είναι τόσο ιδιαίτερος, η Roosevelt προέβη σε μια πολύ έξυπνη κίνηση: επένδυσε, δεν μελοποίησε• κάρφωσε πρόκες ήχου, αλλά –επίτηδες– δεν σταθεροποίησε τη φόρμα. Και σ' έναν δίσκο όπου γίνεται εύκολα φανερή η προσοχή ακόμα και στις λεπτομέρειες της έκδοσης ή του πακεταρίσματος, αρνήθηκε εξ αρχής να προσδώσει σώνει και καλά όσα στοιχεία την έχουν χαρακτηρίσει από το Panda (A Story About Love And Fear) και στο εξής. Αντιθέτως, προσπάθησε να μείνει σε μια εσωτερική θέση σε σχέση με το έργο του Χριστιανόπουλου και να μη δώσει μεγαλύτερη χροιά από την ίδια τη βαρύτητα των λέξεων.

Έτσι, το πιάνο της May Roosevelt και η χαρακτηριστική της θερεμίνη παρελαύνουν εδώ ως ηχητικά τοπία πίσω από τους λόγους του ποιητή (σημειώστε ότι οι απαγγελίες γίνονται από τον ίδιο, στοιχείο εξαιρετικά σημαντικό για την αποτίμηση του δίσκου), περισσότερο λειτουργώντας ως field recordings κάποιας αστικής λεωφόρου, στην ευθεία της οποίας ξεπηδούν μέσα από ραδιόφωνα αυτοκινήτων, παράθυρα ωδείων και ηχεία μεσοαστικών σαλονιών. Συνεισφέροντας όχι την ανάπτυξη κάποιας μελωδίας ή τη συγκρότηση ενός τραγουδιού, μα ως ήχοι που μπλέκονται στ' αυτιά μας με τους άνευ νότας κυματισμούς των ήχων της καθημερινότητας. Ιδιαίτερα τα "Όταν Σε Περιμένω" και "Όλο Και Πιο Πολύ" στέκουν ως μικρά ρουμπίνια στο πολύθαμπο αυτό κόσμημα που ποίησε η May Roosevelt.

 

{youtube}xZHDdPvbpLg{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured