Τα τετριμμένα εν συντομία: Οι Septicflesh είναι μία από τις ηγετικές εγχώριες μπάντες που δραστηριοποιούνται στο διεθνές metal στερέωμα. Κι όταν μια μπάντα από την Ελλάδα –μια χώρα χωρίς παραστατικές συγγένειες με το εν γένει metal-ικό περιβάλλον– καταφέρνει να φτάσει σε ακροατήρια εκτός συνόρων, τότε πρόκειται για ξεκάθαρη ένδειξη επίμονης εργασίας και προσεκτικών κινήσεων. Έτσι, ο σεβασμός απέναντι στους Septicflesh είναι επιβεβλημένος ως στοιχείο αυτοσεβασμού του κάθε ακροατή και ακροάτριας.

Από την άποψη της τεχνικής αρτιότητας, πρόκειται για μπάντα που εγγράφει επιτυχίες με κάθε κυκλοφορία της. Και κάνει αυτά τα άλματα με εξωστρεφή (του metal) διάθεση, όχι μόνο χρησιμοποιώντας αλλά εντάσσοντας στον χαρακτήρα του ήχου της τη συμφωνική ορχήστρα. Της δίνουν δηλαδή τον πρωτεύοντα εκφραστικό ρόλο και δίνουν έτσι στο σύνολο του Great Mass τον τόνο μιας κινηματογραφικής αφήγησης. Και το πιο εντυπωσιακό είναι πως ο συνδυασμός των κλασικών εγχόρδων με τα death metal συστατικά προσπερνά περίτεχνα τον επικό λυρισμό κακής κοπής και αισθητικής. Να ’ναι καλά και ο Peter Tägtgren, ο οποίος μοιάζει να γνωρίζει απ’ έξω και ανακατωτά τον χρυσό κανόνα της metal παραγωγής.

Στην πορεία τους, οι Septicflesh υπέστησαν διάφορες αλλαγές ύφους: έφτασαν στο όριο της συνθετικής ακρότητας με το Sumerian Demons (2003) για να οδηγηθούν στη συνέχεια –μετά από σημαντική παύση– στο πιο προσβάσιμο Communion (2008). Αυτό το κενό μοιάζει τώρα να επικαλύπτεται στιλιστικά με το Great Mass. Πρόκειται δηλαδή για ένα σύνολο που προσπαθεί να συγκεράσει την πρόσφατη αμεσότητα με την παλαιότερη ακραία χαοτική λογική. Στο δεύτερο σκέλος όλα πηγαίνουν περίφημα. Στο πρώτο όμως όχι τόσο.

Το βασικό συσταστικό για την ευκολότερη πρόσληψη είναι οι απλές και εμπνευσμένες μελωδίες. Αν όμως στο Communion αυτές ήταν παιχνιδάκι για το συγκρότημα, τώρα μοιάζουν να αποτελούν στόχο στον οποίον οι Septicflesh παλεύουν να φτάσουν –κι άλλοτε το καταφέρνουν, άλλοτε όχι. Άλλωστε, η παλαιότερη άντληση θεμάτων από γειτονικές στην Ελλάδα περιοχές έχει ελαχιστοποιηθεί, άρα μιλάμε για χωρικό παιχνίδι εκτός έδρας. Κι εκεί έρχεται ολόκληρη η οικοδομική λογική του άλμπουμ να προσφέρει το καλύτερο άλλοθι.

Το Great Mass των Septicflesh δεν αποτελεί συλλογή τραγουδιών, αλλά ένα ενιαίο, αδιαπέραστο καλλιτεχνικό σύνολο. Είναι ένα αδιαίρετο έργο: το soundtrack ενός θεατρικού τρόμου, με εισαγωγή, κορύφωση και εντυπωσιακό τέλος. Αυτή η λογική δεν είναι εύκολο να φτιαχτεί, χρειάζεται μάλιστα μπόλικες ακροάσεις για να καταλαγιάσει η έκπληξη που φέρει μια τόσο διαφοροποιημένη τακτική. Αλλά τουλάχιστον η πλήρης ακρόαση του δίσκου αφήνει έντονη την εντύπωση πως το συγκρότημα τα κατάφερε πολύ καλά.

Ο όγδοος δίσκος των Αθηναίων είναι έτσι αφενός ένα τεχνικά άρτιο ηχητικό έργο, που, από τη μία πλευρά, συνδυάζει στην πλοκή του ακραίες φόρμες και εύληπτες μελωδίες, από την άλλη όμως υστερεί στο να τινάξει τα μυαλά του ακροατή στον αέρα. Κρατάει ψηλά την τεχνικότητα, χωρίς να τη «γδύνει» από ουσία, αλλά την ίδια στιγμή μόνο η γενική ατμόσφαιρα αφήνει βαθιά σημάδια πίσω της. Μη νομίζετε βέβαια ότι θα ακούσετε σύντομα κάτι παρόμοιο και αξιόλογο σαν το Great Mass στο μέλλον.

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured