Η  Ανδριάνα Μπάμπαλη επέλεξε από την αρχή της καριέρας της να υπηρετήσει (sic!) το δύσκολο είδος της ελληνόφωνης ποπ. Με αυτήν την επιλογή της, στέκεται απέναντι σε στερεότυπα που έχουν ταυτίσει το είδος με άσματα τύπου «Μωρό μου σόρρυ μα έχω βρει καλύτερο αγόρι» προσπαθώντας να πείσει τον ακροατή ότι η ποπ δεν είναι αναγκαστικά εφάμιλλη με το εγχώριο τερατούργημα της λαϊκοπόπ. Παράλληλα, αντιστέκεται απέναντι στο νέο κύμα τραγουδοποιών που εκφράζονται και δημιουργούν με βάση την αγγλική γλώσσα. Απέναντι σε όλα αυτά θεωρώ ότι η μουσική θέση της Μπάμπαλη είναι τουλάχιστον θαρραλέα και με το Ο Τζον Τζον Ζει  κάνει μία αξιοζήλευτη δισκογραφική κίνηση.Μέχρι τώρα, η τραγουδίστρια φλέρταρε με jingles διαφημιστικών trailers, συνεργάστηκε με πολλούς εντέχνους (Πορτοκάλογλου, Λειβαδά, Γαλάνη κ.α.) ενώ στην προτελευταία της δισκογραφική κατάθεση –σε συνεργασία με τον Μίνωα Μάτσα– έπραξε μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση πάνω στα ελαφρά τραγούδια των Αττίκ, Γούναρη Μωράκη κ.α. Αυτή τη φορά, αποφεύγοντας την πολυσυλλεκτικότητα σε επίπεδο δημιουργών, επιλέγει να συνεργαστεί αποκλειστικά με τον Στάμο Σέμση στη μουσική και με τον Μωραΐτη στους στίχους.  Καταρχάς, να μιλήσω για το τραγούδι που με έκανε να ασχοληθώ με το CD, το συγκινητικό “Περιπλανώμενο”. Το εμβόλιμο ρεφρέν του “Ικαριώτικου” αποκτάει νέες διαστάσεις και μεταμορφώνεται σε ένα συγκινητικό τετράστιχο, αναδεικνύοντας έτσι τη δυναμική του λαϊκού λόγου. Ο Σέμσης καταφέρνει να συνδέσει με τον καλύτερο τρόπο την τρέχουσα μουσική αισθητική με το ελληνικό αιγαιοπελαγίτικο ηχόχρωμα, ενώ ο Μωραΐτης υπογράφει ένα τραγούδι με αναφορές στο διαχρονικό θέμα της μετανάστευσης, καταφέρνοντας να αναδείξει με λιτό λόγο ένα σύγχρονο κοινωνικό πρόβλημα. Στο “Απόψε Αν Θέλεις” πάλι το στιχουργικό δάνειο από τον ρεμπέτη Αγάπιο Τομπούλη δίνει την ευκαιρία στη Μπάμπαλη να βγάλει έναν ερμηνευτικό ερωτισμό. Η δε συμβολή της Ελένης Τσαλιγοπούλου –αποδίδει εμβόλιμα έναν grunge αμανέ– απογειώνει το κομμάτι. Το ομώνυμο “Ο Τζον Τζον Ζει” αποτελεί μία από τις πιο καθαρόαιμες παιχνιδιάρικες ποπ απόπειρες, φλερτάροντας ξεκάθαρα με την κιτσερέλα, την gay κουλτούρα και την ελαφρότητα των 1990s. Χαίρομαι, γιατί η τριάδα των δημιουργών δεν φοβήθηκε να αποποιηθεί το πέπλο της σοβαροφάνειας που έχει χρεωθεί –εδώ και τρεις δεκαετίες– στους έντεχνους καλλιτέχνες. Τέλος, οφείλω να κάνω και μία αναφορά στο “Ρεβόλβερ”, τραγούδι που ουσιαστικά κλείνει τον κύκλο τραγουδιών του CD, μιας και φέρει την πιο εσωτερική γραφή του Μωραΐτη, χαρίζοντάς μας έτσι ένα αισθαντικό φινάλε. Στα εμφανή πλην σημειώστε το παράταιρο “Διακοπές Στη Μπανιέρα” –τραγούδι προπομπός του δίσκου, το οποίο έλιωσαν τα ραδιόφωνα το καλοκαίρι.  Αποτελεί ίσως την πιο ατυχή και άνευρη στιγμή του δίσκου.  Ίσως και γι’ αυτό να μπαίνει στο τέλος, ως bonus track, στο κατά τα άλλα καλά συνεκτικό και σωστά δομημένο tracklist. Ο Σέμσης, μετά τη συνεργασία του με την Έλλη Πασπαλά στο Σε Ποιο Θεό Να Πιστέψω, θεωρώ ότι υπογράφει έναν ακόμη καλό δίσκο. Περισσότερο εξωστρεφής, το ίδιο εμμονικός με την ενορχήστρωση –τη συνυπογράφει με τον Άκη Κουτσουπάκη– και όπως πάντα επίκαιρος, μιας και, για ακόμα μία φορά, αφουγκράζεται τα τρέχοντα. Ο Μωραΐτης σκαρώνει στίχους οι οποίοι βουτούν τεχνηέντως στη θηλυκή ψυχοσύνθεση, με προφανή την επιρροή της Μαριανίνας Κριεζή στη γραφή του (άκου το “ Άλογο”). Τέλος η Μπάμπαλη ξετυλίγει ένα ευρύ φάσμα εκφραστικών μέσων, καθιστώντας τον δίσκο την πιο ολοκληρωμένη έως και σήμερα ερμηνευτική της κατάθεση. Αυτό που πραγματοποιούν Μπάμπαλη, Σέμσης και Μωραΐτης στο Ο Τζον Τζον Ζει είναι να φτιάξουν έναν πολυδιάστατο κύκλο τραγουδιών, ανακατεύοντας μέσα στο ίδιο τσουκάλι όλες τις αναφορές, εμμονές και επιρροές τους. Το αποτέλεσμα το βρίσκω επιτυχημένο μιας και αυτό το έντονο ανακάτεμα ήχων και διαθέσεων οδήγησε σε ένα ενδιαφέρον μουσικό παιχνίδι –και σε ένα ακομπλεξάριστο άλμπουμ. Το οποίο ισορροπεί, βγάζει κερδισμένους τους τρεις βασικούς συντελεστές του και θέτει υποψηφιότητα για τα καλύτερα του 2010.  

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured