Το κάδρο που πάνε να μας στήσουνε οι Maria And The Photo Frame έχω την εντύπωση πως θα μπορούσε να είναι η ζωγραφιά του τρίχρονου παιδιού μας που με περηφάνια κρεμάμε στο ψυγείο ή στον τοίχο μας, στην οποία αποτυπώνεται το πώς βλέπει τον κόσμο, την οικογένειά του κτλ. Είναι κάτι χαριτωμένο μεν και αυθόρμητο, παρόλα αυτά παραμένει παιδικό και με περιορισμένη, κατά τη γνώμη μου, καλλιτεχνική αξία. Θα χαμογελάσουμε όταν το δούμε, θα νιώσουμε γλυκά και ζεστά για το παιδί μας το οποίο ζωγράφισε κάτι τέτοιο, αλλά δεν θα το πάμε και σε διαγωνισμό για να διακριθεί. Ένα τέτοιο ακριβώς συναίσθημα κυριαρχεί και στα δώδεκα κομμάτια του πρώτου, με τίτλο το όνομά τους, δίσκου των Maria And The Photo Frame –ενός νέου σχήματος αποτελούμενο από τον Μάρκο Δεληβοριά (ο οποίος υπογράφει και τα τραγούδια), τη Μαρία Πάτσου και τον κιθαρίστα Δρόσο Πάμπουρα.  Ποπ μπαλάντες διεκδικούν την πλειοψηφία των ακουσμάτων, με τη μπάσα και ζεστή φωνή της Μαρίας να συνοδεύει –σχεδόν– αποκλειστικά όλα τα τραγούδια, με εξαίρεση το “The Waitress”, το οποίο λέει ο Δεληβοριάς. Το εξώφυλλο και το βιβλιαράκι σε προδιαθέτουν για κάτι χαρωπό, ανάλαφρο κι ανέμελο, τα τραγούδια όμως αποδεικνύονται μελαγχολικά στον τόνο και στις διαθέσεις τους. Εκεί που κερδίζει ο δίσκος, είναι στη διάχυτή μελωδικότητά του, η οποία όμως μπορούσε ίσως να υποστηριχτεί καλύτερα ενορχηστρωτικά –με ιδέες π.χ. σαν κι αυτές που ακούμε στο “About My Life”, ένα από τα καλύτερα τραγούδια των Maria And The Photo Frame (μαζί με το “Homage A Exupery”). Και η φωνή της Μαρίας λειτουργεί καλά, μοιάζει συχνά ως χάδι για τα αυτιά μας, που θα νανούριζε και το πιο κακομαθημένο μωρό. Από την άλλη, ο στίχος μάλλον υπονομεύει την προσπάθεια του γκρουπ. Είναι προφανές ότι ο Μάρκος Δεληβοριάς έχει άμεσα επηρεαστεί από την απλή καθημερινότητα των Η.Π.Α. και αυτό προσπαθεί να μεταφέρει με τις λέξεις τις οποίες διαλέγει. Και η αλήθεια είναι ότι σε μερικά σημεία δημιουργούνται ωραίες εικόνες (π.χ. οι χρυσοί αμπελώνες του “Golden Vineyards” ή η φράση «a scent carried away by the evening breeze»). Σε γενικές γραμμές, όμως, έχουμε να κάνουμε με στίχους που φαντάζεσαι να γράφει ένας έφηβος σε μια δύσκολη συγκυρία της ζωής του (π.χ. το «when I sing this song I made up for you» ή τα όσα ακούμε στο “Candy”). Έτσι υποβαθμίζεται η δουλειά στο σύνολό της και καταλήγουμε με τραγούδια τα οποία κακά δεν τα λες, αλλά δύσκολα θα ξαναπάταγες το play ώστε να τα ξανακούσεις.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured