Δεν είναι κι εύκολο να πατήσεις πόδι στα λημέρια της σύνθεσης, όταν οι διακρίσεις σου βρίσκονται σε άλλου τύπου/λογικής/κωδικοποίησης ηχητικά πεδία. Και υπό μια έννοια είναι και γενναία αυτή η στροφή στο «παραδοσιακό» περιεχόμενο της μουσικής, σε εποχές που το στυλ, η υφή, η ηχητική ποιότητα έχουν ανακηρυχθεί πανηγυρικά ως το νέο περιεχόμενο –τη βιώνουμε αυτή την εποχή εδώ και τουλάχιστον πενήντα χρόνια.  Κλασικοσπουδαγμένος μεν ο Soumka και με την καρδιά του να χτυπά ακόμα προς τέτοιες κατευθύνσεις (αν τον ερμηνεύω σωστά), ωστόσο το όνομά του το έχει χτίσει απ’ την καρέκλα του παραγωγού, όχι από εκείνη του συνθέτη. Η παρατήρηση αφορά κατατεθειμένες ικανότητες, όχι κάποιου τύπου κενή αναγνωρισιμότητα. Πέραν, λοιπόν, των ουκ ολίγων στουντιακών προσφορών του στα εγχώρια άστρα της βιομηχανίας, κι όχι μόνο, ακόμα και το πρώτο προσωπικό του άλμπουμ (Painkiller) εν τέλει σου εντυπώνεται κατά βάση ως τέκνο παραγωγού –του σύγχρονου τύπου συνθέτη, που λένε κάποιοι απλουστευτικά.   Τούτο το φετινό όμως; Άλλο κόλπο. 16 Days δια χειρός Soumka, σα να λέμε άλμπουμ ρομαντικά κλασικότροπο, με πιάνο και συμφωνική ορχήστρα (της Σόφιας για το ακριβές του πράγματος). Πιάνο Σακαμοτ-ικό και ευθυτενές δίχως τίποτα πολυπλοκότητες, φύκια και φιόγκους. Και έγχορδα, πολλά έγχορδα –πλούσια τα ελέη των δοξαριών. Δύο τα κυρίαρχα πατήματα, λοιπόν, σε όλο το εύρος των δεκάξι συνθέσεων. Απ' τη μια αυτή η πανταχού παρούσα πιανιστική, μελωδική παιδικότητα (εδώ ενυπάρχει αθωότητα και αφέλεια), η οποία εκφράζεται τόσο απ' την παρτιτούρα την ίδια, όσο και απ' την υφή των παιξιμάτων: τα χτυπήματα των πλήκτρων συχνά προσομοιάζουν με παράγωγα μουσικού κουτιού. Κι απ' την άλλη τα πλεούμενα έγχορδα, τα μελό(μενα), λες και τα δοξάρια κάθε που καταφτάνουν τα μέρη τους δεν λένε να σηκωθούν απ' τις χορδές –έστω και στιγμιαία, αντιθέτως γλιστράνε με ευγενές πείσμα στο διηνεκές. Εν ολίγοις, το ζεύγος των δυνάμεων δεν στέκεται πρόσωπο με πρόσωπο, αντίθετα αλληλοσυμπληρώνεται, ενίοτε συμπλέκεται και την ίδια στιγμή παραμένει ξεκάθαρος ο διαχωρισμός των ρόλων.      Κι ύστερα αναπόφευκτα έρχονται τα νομίσματα με τις διπλές τους όψεις. Για παράδειγμα, εκείνη η ηχητική ομοιογένεια πλάι στην έλλειψη έντονων κυματισμών, τελικά φανερώνει τη συνοχή του έργου, τη σύλληψη και αποτύπωσή του ως ολότητα, ή μήπως κάποια αμφιλεγόμενη παθητικότητα; Το γνώριμο των μελωδικών γραμμών καταφέρνει να σε εμπλέξει συναισθηματικά, ή απλά επιχειρεί να εκβιάσει ολίγον την κατάσταση, λόγω σχετικής ένδειας ιδεών; Κι ακόμα, σε ποιο σημείο χαράσσεται η γραμμή που διαχωρίζει το μελό απ' το ρομαντικό, ή το ηχητικά κοινότοπο με το επαναδιαπραγματεύσιμο; Οι ισορροπίες και οι απαντήσεις, εάν υπάρχουν τέτοιες τελοσπάντων, νομίζω πως αλλάζουν φορά ουκ ολίγες φορές κατά τη διάρκεια του άλμπουμ –σαν ισοβαρές τραμπάλισμα. Χωρίς ποτέ να πολώνονται ώστε να σε πείσουν, θετικά ή αρνητικά, παίζουν καθ' όλη τη διάρκεια του 16 Days στις ενδιάμεσες γκρίζες περιοχές, αφήνοντάς σε κατά κύριο λόγο να παλεύεις με το ανικανοποίητο.     

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured