Αν ήταν φωτογραφία στο facebook θα της έκανες απανωτά like. Αν ήταν ποτό θα ’ταν ένα εξωτικό κοκτέιλ, με βάση την τεκίλα, το lime, ίσως κάτι από ταμπάσκο και ό,τι άλλο προαιρείται ο μπάρμαν. Αν πάλι ήταν ταινία, θα ήταν σπαγγέτι γουέστερν, αν ήταν δε καπνός το κόβω για κάτι μεταξύ Μάρλμπορο και εκλεκτού πούρου Αβάνας. Δεν μπορώ να εξηγήσω διαφορετικά το πρώτο άλμπουμ των Smokey Bandits. Απλά μπορώ να προσθέσω ότι, τελικά, όπου υπάρχει καπνός υπάρχει και φωτιά. Η 14μελής μπάντα που ξεκίνησε τον Οκτώβρη του 2007 με το Smokey Bandits project είναι λοιπόν εδώ, και έχει εμμονές – όπως μαρτυρά το Debut. Εμμονές τόσο κινηματογραφικές όσο και μουσικές. Στις πρώτες ανήκει ο Ταραντίνο, ο Danny Boyle, ο Guy Ritchie, ο Almodovar, ίσως και ο Kusturica. Στις δεύτερες λίγο οι Gotan Project, λίγο οι Calexico, λίγο οι Massive Attack, και λίγο τα Βαλκάνια. Το αποτέλεσμα είναι ένα μουσικό ταξίδι-συνονθύλευμα μελωδιών το οποίο σε στέλνει πολύ μακριά, κάνοντας τη μποτιλιαρισμένη επιστροφή σου από την πασχαλινή ελληνική ύπαιθρο στην πηγμένη Αθήνα να μοιάζει με βόλτα στο λούνα παρκ – έκανε τουλάχιστον τη δική μου, λίγο πριν τη συγγραφή αυτής της κριτικής. Δεν σε κάνει να βαρεθείς σε κανένα σημείο, όλα γύρω γίνονται πιο διασκεδαστικά και δεν κρύβω ότι κάποιες φορές σκέφτηκα ακόμη και να δώσω...extra tip στη συμπαθέστατη κυρία των διοδίων, σε καιρούς, θυμίζω, οικονομικής κρίσης.  Στους ήχους των Smokey Bandits υπάρχουν τα πάντα χωρίς να δημιουργείται χάος – και ακριβώς σ’ αυτό έγκειται, κατά τη γνώμη μου, η επιτυχία του Debut. Μπάσα και τρομπέτες – προσωπική αδυναμία – κάνουν παρέα με τρομπόνια και ακορντεόν, ενώ σου έρχονται σκηνές από το The Mexican καθώς ακούς συνδυασμούς από bongos, congas και maracas. Φλάουτα, κιθάρες και σαξόφωνα συνυπάρχουν επίσης αρμονικά, ενώ τα ταξιδιάρικα grooves πάνε κι έρχονται. Ο ρυθμός, άλλες φορές σε jazz και swing μονοπάτια, κι άλλες trip-hop-αριστός, τη μια σου αφηγείται ιστορίες της Δύσης με κάκτους, θάμνους που τους παίρνει ο αέρας, και κυνηγητά με σειρήνες περιπολικών στην έρημο, και την άλλη σου βάζει στο μυαλό τον Jules από το Pulp Fiction να «κουοτάρει» το απόσπασμα 17-25 του Ιεζεκιήλ: «And I will strike down upon thee with great vengeance and furious anger those who attempt to poison and destroy my brothers. And you will know I am the Lord when I lay my vengeance upon you»… Το άλμπουμ ξεκινά με το πομπώδες “Revolucion Valiente”, με ένα τέμπο που σε προϊδεάζει για το τι θα επακολουθήσει – κάπου στα μισά νιώθεις ότι πρόκειται για ήχο καθαρά βαλκανικό. Λεπτά αργότερα, έχουμε την τύχη να οδηγήσουμε τα γελάδια μας στην έρημο με το “Cattle Drive”, και με φανταστική παρέα το alter ego του Parov Stelar. Εισαγωγή με κάτι από “Tres Delinquentes” στο “Return Of The Gypsy Sound”, αφού η τρομπέτα δίνει και παίρνει, ενώ τα βιολιά σε σημεία του κομματιού δίνουν ουσία στον τίτλο του. Ακόμη πιο “Tres Delinquentes” είναι όμως ο κόκορας του “The Rooster”, ο οποίος μας ξυπνάει ευχάριστα, δίνοντάς μας την ψευδαίσθηση ότι πολύ σύντομα στο τραγούδι θα μπει και ραπάρισμα. Τελικά αυτό δεν συμβαίνει, καθώς ξεσπά μια γρήγορη αλλαγή σε ταγκό, κάνοντας ακόμη κι έναν συνταξιούχο του ΙΚΑ να θέλει να χορέψει: το “Highway Waltz” μπορώ να πω ότι μου θύμισε κάτι από παλιό, καλό ελληνικό κινηματογράφο – θεϊκό φλάουτο – ενώ το ακορντεόν παίρνει φωτιά στη σοφίτα με το “Smoke From The Attic”. Ταυτόχρονα, ο “Cracker Jack” μας κερνάει τις πρώτες τεκίλες, που γίνονται ούζα στο επόμενο “Holidays In The Sun” – έχει ολίγη από Greek Zorbas και ολίγη από Lock, stock and two smoking barrels... Τέλος, το α-λα-Calexico “Showdown” θα μπορούσε χαλαρά να αποτελεί εναρκτήριο θέμα σε εκπομπή του Σταύρου Θεοδωράκη, ενώ το “The Last Mile” διαθέτει μελαγχολία επιταφίου, καθώς ο Μελκιάδες Εστράντα οδεύει για την τρίτη ταφή του… Η αυλαία όσων σκηνών παρέλασαν μπροστά στα μάτια μας πέφτει με το “Angelitos Negros” να ρίχνει τους τόνους, και το “A Son’s Lament” να θυμίζει υφολογικά ακόμη και τη φιλαρμονική της Κέρκυρας, κλείνοντας ένα ταξίδι, που με μαθηματική ακρίβεια θα επαναληφθεί ξανά και ξανά στο cd player.  Στα πολύ θετικά του δίσκου δεν θα μπορούσα να μην αναφέρω το ευφάνταστο artwork, το οποίο κάνει ακόμη πιο ζωντανό το Debut των Smokey Bandits. Όσον αφορά στο περιεχόμενο, καταλήγω με το εξής: κρατάμε στα χέρια μας ένα project που παρουσιάζει συνοχή και φαντασία, χωρίς να κουράζει στο ελάχιστο τον ακροατή. Κάθε track έχει και κάτι να σου πει, ενώ η πρωτοτυπία του έγκειται σε ό,τι ακριβώς λένε και οι ίδιοι οι Smokey Bandits: στο ότι στόχος τους είναι να αναδείξουν παλιότερες μελωδίες, βάζοντάς τις στα αυτιά της νεότερης γενιάς. Και πιστεύω το καταφέρνουν.                 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured