Φαντάζομαι πως κατά καιρούς θα έχουν αναπτυχθεί ενδελεχείς επιστημονικές θεωρίες για το πώς το νεανικό μυαλό καταφέρνει να απορροφήσει κι ύστερα να αναπαράγει (δημιουργικά), χωρίς επίπονη προσπάθεια, υπάρχοντες κώδικες επικοινωνίας – από ξένες γλώσσες και μαθηματικές εξισώσεις, μέχρι μουσικούς τρόπους, για να πιάσω τα ημέτερα. Πάντως, προτιμώ να εκλαμβάνω το γεγονός ως μικρό θαύμα. Ένα απ’ τα πολλά της ανθρώπινης ύπαρξης.  Ιδού, λοιπόν, ένα τέτοιο απτακουστικό παράδειγμα τεσσάρων στον αριθμό πιτσιρικιών απ’ την ελληνική επαρχία (απ’ την Τρίπολη παρακαλώ), οι οποίοι απ’ το πρώτο κιόλας άλμπουμ σε εκπλήσσουν με τον βαθμό άμεσης προσαρμοστικότητάς τους πάνω σ’ ό,τι, έστω χαλαρά, ονομάζουμε κιθαριστική indie pop. Και πάλι, βέβαια, δεν μπορείς παρά να αναρωτηθείς: πώς στο διάολο ένα μάτσο εικοσάρηδες, μεγαλωμένοι στα υψώματα της κεντρικής Πελοποννήσου, κόβουν έναν καλοστεκούμενο δίσκο σαν το Lego, ξεκάθαρα τοποθετημένο επί των γνωρισμάτων του είδους. Η τεχνολογία και οι Raining Pleasure σας κάνουν για απαντήσεις; Εμένα μου ακούγονται αν μην τι άλλο ικανοποιητικές – δεν κάνω κρίσεις εδώ, αναζητώ εξηγήσεις πίσω από τους An Orange End. Το Lego διαθέτει λοιπόν τα ακαδημαϊκά εφόδια της πατρινής σχολής –πολυχρωμία, παραγωγή χαρμολύπης, αναλαφρότητα ειδικού βάρους – συν μια συνδυαστική ικανότητα ολίγον προκατασκευασμένη αλλά υπαρκτή και κανα-δυό περιπτώσεις επιτυχημένων αλμάτων απ’ τη θεωρία των όποιων σπουδών, στην πράξη της δημόσιας έκθεσης (“Lego”, “Cassette”). Όχι κι άσχημα για αρχή… Μόνο που συνολικά μοιάζει υπερβολικά προσκολλημένο στη σιγουριά των ήδη περπατημένων μονοπατιών. Όχι ντε και καλά υπό την έννοια της μη πρωτοπορίας – αλίμονο αν αυτή αποτελούσε το κυρίαρχο και μοναδικό ζητούμενο. Αλλά κυρίως στη βάση της απούσας προσωπικής διαφοροποίησης και του ετεροπροσδιορισμού εκ μέρους της μπάντας. Θεμιτή και κατανοητή έως ένα μόνο σημείο η ευχάριστη γενικολογία πάνω σε υπάρχοντες κώδικες. Με την απαραίτητη υποσημείωση, επιπλέον, πως μια τέτοια προσέγγιση εξ’ αρχής αποδέχεται για τον εαυτό της ένα αισθητικό πλαφόν το πολύ μετρίου αναστήματος. Αλλά για να μην περιοριζόμαστε σε κατηγορίες περί φορμαλισμού, οι οποίες στο κάτω-κάτω είναι δυνατό να εφαρμοστούν στις περισσότερες των περιπτώσεων με τις κατάλληλες προσαρμογές, περπατάω ένα βήμα παραπέρα: τίθεται το ζήτημα της μελωδίας και της έντασης του αισθητικού της αντίκτυπου στο Lego των An Orange End. Ειδικότερα όταν μιλάμε για μουσικές αυστηρά δομημένες γύρω απ’ την ικανότητα επιρροής αυτής, όπως καλή ώρα στην περίπτωσή μας. Κι εδώ η ικανότητα επιρροής των μελωδιών παραμένει σταθερά σε χαμηλά ύψη...         

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured