Προσπαθώντας να χαρακτηρίσω τη μουσική του Θωμά Κοσίδη (ο οποίος κρύβεται πίσω από τους Blue Pilots Project), βρέθηκα μπροστά σε κάποιες δυσκολίες. Θα μπορούσε να υπαχθεί στην κατηγορία chill out electronica, αλλά πάλι τι πάει να πει αυτό το chill out; Θα μπορούσε να είναι downtempo, μα κι αυτό δεν είναι ακριβές. Αφού βασάνισα για λίγο τον εγκέφαλό μου κατέληξα ότι το «easy listening» ταιριάζει περισσότερο. Αλλά πάλι, όχι με τον τρόπο που η συγκεκριμένη ταμπέλα έχει επικρατήσει στη μουσική – περισσότερο με την κυριολεκτική της έννοια. Γιατί το Reboot αποτελείται από μουσική αρκετά easy (με την έννοια της χαλαρότητας): ακούγεται, δηλαδή, εύκολα, κυλάει από τα ηχεία του ηχοσυστήματος μέσω των οργάνων ακοής, προς το αισθαντικό κέντρο του εγκεφάλου, όπως ένα γάργαρο ρυάκι από την πηγή στη θάλασσα όπου εκβάλει. Διαθέτει μάλιστα χαλαρωτικές επιδράσεις, κυρίως για το νευρικό σύστημα. Θα έλεγα, αν μιλήσουμε λιγότερο γενικά και περισσότερο μουσικά, ότι το Reboot κινείται στα πλαίσια που θέσπισαν καλλιτέχνες όπως ο Nightmares On Wax για παράδειγμα, μόνο που οι Blue Pilots Project αρχίζουν να ξετυλίγουν το εν λόγω νήμα με περισσότερο ηλεκτρονικές διαθέσεις και καταβολές. Αναμιγνύουν έτσι το trip hop, το deep house, τη nu jazz και το downtempo, δίνοντας στη μουσική τους μια χαλαρή crossover υπόσταση. Παράλληλα αμβλύνουν τις όποιες γωνίες περιέχονται τόσο στα συγκεκριμένα είδη, όσο και στις χρησιμοποιούμενες χροιές, ώστε ο ήχος να φαντάζει περισσότερο προσιτός. Είναι μουσική που μπορεί να ακουστεί και από ανθρώπους οι οποίοι δεν έχουν χαλάσει τα αυτιά τους προσπαθώντας να διακρίνουν διαφορές ανάμεσα σε ρυθμούς και τεχνοτροπίες, καθώς διαθέτει δυναμική (χρηστικής αλλά και ποιοτικής αξίας) που της επιτρέπει να δρα ως συνοδευτικό λοιπών δραστηριοτήτων και εμπειριών. Από αυτή τη σκοπιά μπορεί κανείς να πει λοιπόν ότι η μουσική των Blue Pilots Project αποτελεί ένα χαλαρό άκουσμα (easy listening).  Από την άλλη πάντως, το Reboot δύσκολα μπορεί να εντυπωθεί σαν δίσκος που ρηξικέλευθα δηλώνει κάτι καινούργιο στη μουσική. Και το λέω αυτό όχι για να εξυπηρετήσω την ελιτιστική λογική που λέει ότι, για να χαρακτηριστεί ένα άκουσμα ως ρηξικέλευθο δεν θα πρέπει να αφορά τους πολλούς αλλά τους λίγους, αλλά γιατί η επιχειρούμενη προσέγγιση δεν είναι αρκετά τολμηρή. Στην προσπάθεια, ίσως, των Blue Pilots Project να προβάλουν την αναμφισβήτητη ομορφιά της μουσικής τους, δίνεται νομίζω ένας τόνος περισσότερο γυαλάδας από το πρέπον. Κάτι ιδιαίτερα φανερό τόσο στη σύνθεση των επί μέρους δομικών συστατικών του Reboot, όσο και στην πεντακάθαρη (ομολογουμένως) παραγωγή του. Επιπλέον, τα δομικά αυτά συστατικά έχουν μπολιαστεί τόσο μέσα στον ήχο του project, ώστε έχουν χάσει τον επί μέρους χαρακτήρα τους. Με το οποίο ναι μεν δηλώνεται η ικανότητα του δημιουργού να αφομοιώσει στον δικό του ήχο αλλότρια χαρακτηριστικά, έχω όμως την αίσθηση ότι η προσπάθεια αυτή δεν πήγε όσο βαθειά θα έπρεπε – χωρίς πάντως αυτό να αποτελεί απαραίτητα αρνητικό σημείο. Αν αναφερθούμε δε πιο λεπτομερειακά στις 10 συνθέσεις του Reboot, θα σταθούμε σίγουρα στο υπερ-cool μοτίβο του “Hallelujah”, στο εξαιρετικό “Main Crisis”, στο οποίο τα φωνητικά samples δένονται έξυπνα με την όμορφη μουσική, στο σχεδόν νωχελικό “Vivere Il Momento” ή στο ιδανικό εναρκτήριο “Million Clouds” – χωρίς οι υπόλοιπες συνθέσεις να υπολείπονται σημαντικά. Ευρισκόμενος, λοιπόν, κάπου ανάμεσα στους Dining Rooms, στον Nightmares On Wax και σε μια χαλαρή αισθητική της σημερινής electronica, ο Κοσίδης/Blue Pilots Project δημιουργεί έναν καλό δίσκο, ο οποίος δεν διαφέρει και πολύ από το ντεμπούτο του. Και δεν διαφέρει κυρίως γιατί η πρωταρχική στόχευση παραμένει η ίδια, πέρα από την ομοιότητα σε μουσικά χαρακτηριστικά). Και αυτή η στόχευση, έτσι όπως την αντιλαμβάνομαι εγώ, δείχνει προς απάνεμα ηχοτόπια. Προς την παραγωγή δηλαδή ενός δίσκου ο ιδανικότερος χαρακτηρισμός του οποίου φαντάζει το επίθετο «όμορφος», ο οποίος δεν ασχολείται με επιδιώξεις φυγάδευσης του μουσικού σκάφους προς τα εμπρός ή εξεύρεσης νεωτεριστικών συνδεσμολογιών, αλλά περισσότερο με τη βελτίωση των υφιστάμενων συνθηκών. Μουσική, με άλλα λόγια, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να συνοδεύσει ιδανικά στιγμές και (όπως τα συνοδευτικά στο μαγείρεμα) δεν προσφέρει το ζην (στη δική μας περίπτωση δεν καλύπτει τις βασικές ανάγκες υπό την πίεση των οποίων κάποιος στρέφεται με πάθος στην μουσική), προσφέρει όμως το ευ ζην. Και αυτό το (πολλές φορές ξεχασμένο) ευ, όπως προανέφερα, δεν είναι καθόλου αμελητέας σημασίας...  Υ.Γ.: Να σημειωθεί στα θετικά το πολύ καλό artwork των Poor Designers.   

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured