Εξηγούμαι προκαταβολικά, γιατί οι απλουστευτικές αντι-μεταλλικές προκαταλήψεις έχουν στήσει πυκνές ουρές wannabe ψυχαναλυτών τελευταία, οι οποίοι περισπούδαστα διαγιγνώσκουν ανίατες παιδικές ασθένειες στο μουσικό γούστο των «αρρώστων». Πληροφορώ λοιπόν τους εν λόγω «επιστήμονες» πως αν δεν αναλάμβαναν οι βαλκυρίες του σκληρού ήχου – έστω οι πιο εναλλακτικές – θα βιώναμε βαριεστημένα την τρέχουσα δεκαετία, αναζητώντας με το τουφέκι κανέναν αμιγώς κιθαριστικό δίσκο της προκοπής, για να γίνω και λίγο προβοκάτορας. Αλλά ας μην αρχίσω τώρα την καταμέτρηση/παράθεση και βγω εκτός θέματος… Τα παραπάνω, βέβαια, αφορούν τα της διεθνούς σκηνής, γιατί αν περιοριστούμε εντός των τειχών θα στραφούμε αναγκαστικά σε άλλη βάση συζήτησης. Εξαπολύω ενδελεχή έρευνα εντός του θυμικού μου για τις ανάγκες του κειμένου, αλλά δεν δύναμαι να ανακαλύψω φρέσκια ελληνική μπάντα που να προσεγγίζει πειστικά τον σημερινό μεταλλικό ήχο. Καταλήγω συνεχώς είτε με στυγνούς τυπολάτρες του παρελθόντος, ή με κλώνους οι οποίοι απλά αναζητούν ξεχαρμιάνασμα – παρακαλώ διορθώστε με αν κάνω λάθος. Φτάνω μαθηματικά στους Maplerun και σε τούτο το House On Fire ντεμπούτο τους, για να σας πληροφορήσω εκ των προτέρων πως σε καμία περίπτωση δεν εμπίπτουν στην πρώτη κατηγορία της έρευνάς μου και πως τους πιάνουμε στη διαδικασία διαφυγής απ’ τη δεύτερη. Ακούω κάποιες συνθετικές ιδέες, λαμβάνω ενίοτε εκείνο το αναβράζον μεταλλικό γκρουβάρισμα, διακρίνω ξεκάθαρα την προσπάθεια πιο σύγχρονού αυτοπροσδιορισμού και τις βλέψεις προς ευρύτερες περιοχές ακροατών – να μην εκληφθεί ως μομφή αυτό το τελευταίο. Μόνο που εν τέλει καταλήγω τουλάχιστον μπερδεμένος. Το εν δυνάμει κοινό σου αποτελείται από τυπάκια τα οποία θέλουν τη μουσική τους βαριά, αλλά όχι ασήκωτη – ήτοι μ’ ένα πιο pop άγγιγμα. Πιάνει το metal ζήτημα απ’ τις τοτεμικές του φιγούρες (Metallica), για να το φτάσει μέχρι σημαντικούς ανανεωτές (System Of A Down) και αμφιλεγόμενους mainstream ήρωες των ημερών μας (Nickelback).  Ενώ, λοιπόν, όλα αυτά τα προσφέρεις εμφανώς ως ηχητικό πακέτο σχεδόν προκαταβολικά (απ’ το πρώτο κιόλας τραγούδι), συνεχίζεις ακατανόητα να μην τα θεωρείς αρκετά σαφή. Καρφώνεις, λοιπόν, απαρέγκλιτα τα ετερόφωτα φωνητικά στο απόλυτο προσκήνιο, λες και οι επιρροές σου δεν είναι ήδη ξεκάθαρες. Τελικά, αυτό που γίνεται κατανοητό είναι η προσκόλληση στους μουσικούς σου ήρωες και η, προς το παρόν, τουλάχιστον, αδυναμία διαφυγής απ’ τα φαντάσματά τους.   Υ.Γ.: Χωρίς να διαθέτω την παραμικρή τεχνική κατάρτιση, νομίζω πως ένας πεπειραμένος παραγωγός θα έλυνε πολλά απ’ τα πρακτικά ζητήματα του House On Fire. Τη χωροταξία των οργάνων και της φωνής, για παράδειγμα, ή εκείνη τη συνεχιζόμενη ξεραΐλα των drums.              

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured