Στο χάρτινο εσώφυλλο της καλαίσθητης συσκευασίας που συνοδεύει το παρθενικό album της θεσσαλονικώτικης αρτιστίκ κολλεκτίβας Boomstate, αποτυπώνεται το σκίτσο μιας κιβωτού, η οποία. πέρα από τους βιβλικούς συνειρμούς, ίσως έμμεσα να ιχνηλατεί τη 10χρονη και πλέον περιπλάνηση της μπάντας - μια διαδρομή από την αβεβαιότητα της πρώτης συναυλίας έως τον αναπόφευκτο ελλιμενισμό της δισκογραφικής παρουσίας. Ένα μπάρκο όχι μόνο αναπόφευκτο, αν και στο Ελλαδιστάν το μέτρο και η αισθητική τελούν υπό ομηρία αν όχι υπό εξαφάνιση, μα και επιβεβλημένο. Οι Boomstate διαθέτουν ταλέντο, γνώση, μουσικότητα, διάθεση για γόνιμο πειραματισμό και το βασικότερο: μελωδίες! Μελωδίες οι οποίες χτίζουν ατμόσφαιρες, άλλοτε νυχτερινές και ταξιδιάρικες και άλλοτε κλειστοφοβικές και ιδιοσυγκρασιακές, μελωδίες προσβάσιμες τόσο στο απαίδευτο όσο και στο πιο υποψιασμένο αυτί. Τραγούδια εμφορούμενα από βαλκανικές μανιέρες, με το θλιμμένο ακορντεόν και τα εμβατηριακά κρουστά να στέκονται πλάι σε πληκτροφόρες διαδρομές, που αποκαλύπτονται άκουσμα με άκουσμα. Το εναρκτήριο “Sing-A-Poor” συνοψίζει κάποιες από αυτές τις ποιότητες, όμως μόνο στην ξακουστή παραλία “Touzla” χορεύονται τα πιο λικνιστά και ηλιοκαμένα βαλσάκια, ελέω του υπέροχου ακορντεόν του Marksman. Τη σκυτάλη παίρνει το σκοτεινό και φρενήρες “Berlin”, όπου η επιρροή του avant-garde σχήματος των Tuxedomoon παίρνει σάρκα και οστά, παραμένοντας διάσπαρτη σε όλο το album. Το “Istanbul”, αν και έχει εθιστικό κουπλέ, στιγματίζεται από μια ελαφρώς γκροτέσκο ερμηνεία, ενώ στο “Pοrn Girl” η διάθεση για παιχνίδι προσδίδει ελαφρότητα και τσαχπινιά στα 1980s πλήκτρα. Τα έργα για πλήκτρα συνεχίζονται και στο πιο προσωπικό “Rainbow”, το οποίο αφήνει την αρκετά εκφραστική φωνή του Jim Lau να αναλάβει προς στιγμή τα ηνία της διήγησης, πριν την επέλευση του σαρωτικού guitar-driven “Simple Simon”, με τους ερεβώδεις στίχους («Suicide, baby, will give you a new look») και την α-λα-Bad Seeds μουσική του πλοκή.  Η διάθεση για αυτοσχεδιασμό και αναζήτηση των εκφραστικών ορίων της μπάντας συνεχίζεται στο βραδυφλεγές “Windy Cities”, το οποίο θα μπορούσε να είχε ξεπηδήσει από το “Let It Come Down” των Spiritualized. Στο δε “The Key And The Toy” αποδεικνύουν ότι και η φυσαρμόνικα ανήκει στα εκφραστικά μέσα που έχουν «δαμάσει», ενώ η έσχατη στροφή του album τους βρίσκει να ντύνουν τα μεταμοντέρνα κοσμοπολίτικα βαλσάκια τους με βόρειο-ευρωπαϊκές μελωδίες και τσιγγάνικα βιολιά (“Vancouver”). Φινάλε  με το “Urban Sheperd”, με μια σχεδόν ανατριχιαστική, λιτή μελωδία στο πιάνο, συντροφιά με το απανταχού παρόν ακορντεόν  και το θρόισμα της φωνής να ψελλίζει «Let’s take on the stars then the moon/ take a walk into the fields of green». Ίσως τα 44΄ 79΄΄ του Waiting Out There να μην κερδίσουν εύφημο μνεία ως τα "σημαντικότερα μουσικά ελληνικά λεπτά των zeroes" από «μεγαλοσχήμονες κριτικούς», όμως είναι βέβαιο πως η υψηλή μουσικότητα, οι λεπτοδουλεμένες συνθέσεις και το συναισθηματικό εκτόπισμα που κουβαλούν τέτοιες δουλειές θα χτυπήσει τις σωστές χορδές και πόρτες…  

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured