Ίσως να θυμάστε και το σχετικό editorial, το πιθανότερο πάντως όχι. Ανήκω πάντως σ' εκείνους που είδαν την προηγούμενη συνεύρεση του Θοδωρή Μανίκα και των 667 με τον Γιώργο Μαργαρίτη σαν κάτι το ιδιότυπο με την έννοια της πραγματικής ομορφιάς και πρωτοπορίας, κι όχι με την έννοια του μοδάτου καλτ (μου αρέσει ο εκλεκτικισμός του κύριου Dan Snaith -ή αλλιώς Manitoba- και η θαυμαστή οιμωγή της Στανίση παράλληλα κτλ). Αν και λίγο θαρραλέα γράφαμε τότε για ένα δίσκο σταθμό για την ελληνική μουσική, δεν άργησαν και άλλες πολύ καλές ως διθυραμβικές κριτικές, μέχρι βέβαια να σκάσουν σαν βόμβα οι Δρόμοι του πουθενά ως χιτ (ένα κομμάτι βέβαια με σαφές "δάνειο" από τον Rory Gallagher, αλλά έτσι κι αλλιώς ο Μανίκας ποτέ δε φημιζόταν ως συνθέτης). Από εκεί άρχισε μια σταδιακή απαξίωση αυτής της προσπάθειας ακόμα και από όσους την επικροτούσαν, αλλά αυτό είναι πραγματικά μία άλλη υπόθεση. Ο πρόλογος ήταν απαραίτητος για να μπούμε στο κλίμα μιας επανάληψης του εγχειρήματος, αλλά με πιο πρόχειρους όρους. Δεσποτική είναι και πάλι η φιγούρα του Μανίκα ως παραγωγού, στον οποίο φαίνεται να έχει αμέριστη εμπιστοσύνη ο Γιώργος Μαργαρίτης. Φαίνεται δε και από όσα γράφει στο εσώφυλλο, ότι εναποθέτει πολλά σ'αυτόν μην όντας και τόσο σίγουρος για το αποτέλεσμα. Αλλά ακόμα και γι' αυτό μόνο συγχαρητήρια μπορεί να πει κανείς, αφού δεν απορρίπτει a priori κάτι που δεν καταλαβαίνει, αλλά προσπαθεί να αφουγκραστεί και να μπει στο πετσί του, χωρίς να χάνει από την ψυχή που έχει η φωνή του (όλα τα λεφτά άλλωστε βρίσκονται εκεί). Και πάλι λοιπόν η περιβολή είναι μια μπάντα που τζαμάρει, αλλά η βάση διαφοροποιείται: Είναι οκτώ τραγούδια επιλεγμένα από το χάος της παραδοσιακής μας μουσικής, κι όχι νέες συνθέσεις. Η μπάντα έχει πιο ελεύθερο πεδίο, αλλά η φόρμα αυτού που παίζει δεσμέυεται αποκλειστικά από τον υπάρχοντα ρυθμό. Κι από εκεί προκύπτουν ενδιαφέροντα πράγματα. Η "Κόλαση" που μετατρέπεται σε surf άσκηση. Το "Το φεγγάρι κάνει κύκλο" χτίζεται γύρω από ένα κολλητικό στροβίλισμα από πλήκτρα και κιθάρα κι αφού αποκτά τη funky υπόστασή του, ξεφεύγει σιγά σιγά με αυτοσχεδιασμούς και ψυχεδελική διάθεση. Στο δε "Σ'το 'πα και σ'το ξαναλέω" διατηρείται το σπαρακτικό συναίσθημα, συνεπικουρούμενο κι από την καταπληκτική ερμηνεία, μόνο που εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα blues. Αυτές είναι και οι τρεις στιγμές στις οποίες μπορεί να πει κανείς ότι το πείραμα είναι λειτουργικό, χωρίς βέβαια οι υπόλοιπες να έχουν κάτι αποκρουστικό.Το πρόβλημα είναι όμως ότι η Κόλαση αναπνέει ουσιαστικά τις αναθυμιάσεις του προηγούμενου εγχειρήματος με λιγότερη φαντασία -το έργο το έχουμε ξαναδεί και καλύτερα ή πλατύτερα, όσον αφορά το μικρό αυτό υβρίδιο. Η δε θέληση να αφήσει τη μπάντα να ξεφύγει εντελώς είναι κάτι που χρειαζόταν, αλλά στην πράξη δεν μας δίνει κάτι εμπνευσμένο, πέρα από τη χαρά της ίδιας της μπάντας. Και μπορούμε να εκφράσουμε και περαιτέρω ενστάσεις που έχουν να κάνουν με την φωνή του Μαργαρίτη που αν και τραγουδά με γνήσια λαϊκή ψυχή ακούγεται αποστειρομένος, αλλά και με την παραγωγή που δείχνει να στηρίζεται στη ζωντάνια του ήχου, αλλά όλο αυτό δεν αποτυπώνεται παρά ως προχειρότητα στο αυτί. Η "Κόλαση" δεν είναι εν τέλει ένας κακός δίσκος. Απλά προσπαθεί κάπως πρόχειρα (τουλάχιστον όπως ακούγεται, γιατί οι μουσικοί μπορεί να έχουν βρεθεί άπειρες ώρες στο στούντιο) να ικανοποιήσει ένα βίτσιο των κύριων συντελεστών της, εξαργυρώνοντας κάπως άτσαλα την επιτυχία της προηγούμενης πρωτοποριακής δουλειάς.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured