Αν αναλογιστεί κανείς, πως με ένα πρόχειρο υπολογισμό αυτός είναι ο τέταρτος προσωπικός δίσκος του Μανώλη Φάμελλου –χωρίς να περιλαμβάνονται φυσικά οι δίσκοι του μαζί με τους Ποδηλάτες και τα ουκ ολίγα singles τα οποία κατά καιρούς κυκλοφορεί, είναι εύκολο να προβεί στο συμπέρασμα ότι πρόκειται πλέον για ένα κατασταλαγμένο δημιουργό. Από την άλλη πλευρά, το κάστρο της “Ευτυχίας” μοιάζει απόρθητο σε αυτή την ανοδική πορεία του στη δισκογραφία, καθιστώντας την άλωση του δύσκολο εγχείρημα, όχι μόνο για τους άλλους, αλλά και για τον ίδιο. Σαν έκπληξη, αλλά και κρυφή ελπίδα μαζί, μέσα στην χρονιά που μας πέρασε, η κυκλοφορία του Χαρταετού κατάφερε να χτυπήσει κέντρο σε κάθε επίπεδο, τόσο στιχουργικά, όσο και ενορχηστροτικά, εκτοξεύοντας τις προσδοκίες για το επερχόμενο album. Όπως και να έχει τόσο ο Χαρταετός, όσο και το “δεν είμαι άγγελος” τα οποία συμπεριλαμβάνονται στο album, έχουν ήδη εδραιωθεί, κατέχοντας μια πολύ ξεχωριστή θέση μέσα στην καρδιά. Το ταξίδι ξεκινάει από εκεί και πέρα με τις μελωδίες του album να ξεχύνονται, γεμίζοντας κάθε χώρο στον οποίο ακούγονται. Μελωδίες; Ο Φάμελλος δεν ταξιδεύει μόνο με τη μελωδία... “Σ’ έχω τόσο ονειρευτεί, που δεν ξέρω πια, αν είσαι αληθινή ή μέσα στ’ όνειρο ζεις μοναχά” μονολογεί, εμπνευσμένος από το “Corps et biens” του Robert Desnos και είναι αδύνατον να μη σε κερδίσει από την πρώτη στιγμή, στροβιλιζόμενο ατέρμονα στο μυαλό... Ευτυχώς, το “κάποιες μέρες” συντροφιά με το Νίκο Πορτοκάλογλου φροντίζει να ανεβάσει τη διάθεση θυμίζοντας… “Θέλω έξω να τρέξω, να χαθώ να πιστέψω, μια λάμψη με οδηγεί…” σε ένα άκρως up-tempo tune. Από εκεί και πέρα, τα ακούσματα ισομοιράζονται κατά τον ίδιο τρόπο σε εξίσου ρυθμικές και μελαγχολικές στιγμές. Η “μεγάλη πόλη” αποτελεί ούτως ή άλλως, ένα καλοστημένο -όσο και προβλέψιμο κομμάτι και σε κάθε περίπτωση η ερμηνευτική δύναμη της Δήμητρας Γαλάνη, οδήγησε τάχιστα στην καθιέρωση του στα airplay των σταθμών. Κομμάτια σαν το “έξι πόρτες για τον ουρανό” φροντίζουν όμως να γυρίσουν το παιχνίδι με εξίσου όμορφα γυρίσματα στη μελωδία, με πολλά παιχνιδίσματα στον ήχο ενώ κατά προέκταση συνεχίζονται και στη “Γειτονιά”. Θα ήταν περίεργο ο δίσκος να μην κινείτο στα κορυφαία επίπεδα ενορχήστρωσης και παραγωγής τα οποία τείνει να μας συνηθίσει ο Φάμελλος και φυσικά δεν τίθεται θέμα απολύτως καμίας υποχώρησης σε τέτοιο επίπεδο. Αν ίσως κάτι λείπει, ή καλύτερα υπάρχει σε μικρότερο βαθμό, είναι οι βαθιές εσωστρεφείς λυρικές στιγμές του παρελθόντος, που δημιουργούν τραγούδια ανεξίτηλα, με μοναδικό όπλο μια ψυχή και μια μελωδία να παραδίδονται γυμνές και αυτούσιες. Αυτές τις ψάχνουμε και θα τις προσμένουμε καρτερικά...“ότι κι αν γράψω λοιπόν τι αλλάζειχίλιες λέξεις δε φτάνουνεως εκεί που το βλέμμα σουμονομιάς με τινάζει...”

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured