Μία κυκλοφορία, στην οποία σίγουρα δεν θα περιμέναμε να δούμε την ετικέτα της Hitch-hyke να κοσμεί το οπισθόφυλλό της... Προσπερνάμε τη σχετική έκπληξη και πάμε στο προκείμενο, δηλαδή τη μουσική. Βασισμένες στο πιάνο και στο μεγαλύτερο μέρος τους ερμηνευμένες σε αυτό, οι συνθέσεις του Oannes είναι ιδιαίτερα λιτές, τουλάχιστον ενορχηστρωτικά. Παίζει από κομμάτι σε κομμάτι ρυθμολογικά, χρησιμοποιεί ενδιαφέροντα εφέ ή/και έγχορδα από synth σε 2-3 tracks του δίσκου (π.χ στο Ρολόι Καστανιέτα), αλλά σε γενικές γραμμές παρουσιάζει ένα δίσκο φτιαγμένο για επιλεγμένο κοινό. Δεν διαθέτει την επικότητα ενός Vangelis ή ενός Σπανουδάκη – το τελευταίο είναι κοπλιμέντο- και με εξαίρεση το Ρολόι Καστανιέτα και το Icecrack, που διαθέτει μία ιδιαίτερα γλυκιά μελωδία, το άλμπουμ είναι μάλλον δύσκολο στο άκουσμα. Ακόμα και τα δύο προαναφερθέντα τραγούδια, λόγω ηχητικής παραπομπής σε ροκ και jazz ήχους, δεν καταφέρνουν να αποτινάξουν την μελαγχολία που αποπνέει ολόκληρος ο δίσκος. Μία μελαγχολία όμως, που δύσκολα καταφέρνει να μην οδηγήσει στα επικίνδυνα μονοπάτια της αδιαφορίας, κάτι για το οποίο ελάχιστα ευθύνεται η απουσία στίχων ή οποιασδήποτε ύπαρξης φωνής. Δεν λείπουν οι καλές προθέσεις του δίσκου. Με διαφορετικές –πιο πλούσιες σε έγχορδα- ενορχηστρώσεις θα είχαμε ένα πολύ πιο ενδιαφέρον αποτέλεσμα, από έναν άνθρωπο που φαίνεται να έχει ακούσματα από διαφορετικά είδη. Παρόλ‘ αυτά, αναλλώνεται σε πεπαλαιωμένες προσεγγίσεις της ορχηστρικής μουσικής, με μία λιτότητα που –μπορεί να- τον τιμά, αλλά δεν του εξασφαλίζει το ποθητό αποτέλεσμα: την αφοσίωση του ακροατή.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured