Δέκα χρόνια κλείνει η μπάντα τη χρονιά που μας μπαίνει και βρίσκεται ήδη στο τρίτο και πολύ σημαντικό -ως συμβαίνει συνήθως- για την πορεία της album. Αν και οι εμφανίσεις τους ξεκίνησαν το 95, δύο χρόνια μετά εξέδωσαν το ελπιδοφόρο ντεμπούτο τους, σε παραγωγή Μανώλη Φάμελλου. Ερωτευμένοι με τη μελωδικότητα, τον ακουστικό ήχο, την έντεχνη πλευρά του ελληνικού ροκ, αλλά όχι με κάποιο μίζερο και γεμάτο κλισέ μανδύα, αλλά και την folk, οι μουσικοί της μπάντας, με επικεφαλή τον Ρακια Κοκιο (που γράφει, ερμηνεύει, παίζει κιθάρα και αποτελεί την ψυχή της μπάντας) μας έδωσαν -σε μια εποχή που ο όρος ελληνικό rock ήταν ταυτισμένος με ένα μεγάλο κοινό, αλλά και με την ποιοτική εξέλιξή του- μια καλοφτιαγμένη δουλειά, με παραβλέψιμες ατέλειες. Η συνέχεια όμως δεν ήταν αναμενόμενη, καθώς το "Χίλιες Εικόνες" του 99 ήταν ένα μέτριο, ως κακό album κατά την ταπεινή μας γνώμη. Με το μυαλό μάλιστα στην τελευταία αυτή εντύπωση και με δεδομένη την αδιαφορία της δισκογραφικής τους εταιρίας για τα, προφανώς ανάξια πληροφόρησης, μέσα του internet, παραλίγο να περάσει απαρατήρητη η νέα δουλειά και πραγματικά θα ήταν σοβαρό λάθος, καθώς η μπάντα έχει πραγματοποιήσει άλματα. Η τραγουδοποιία τους, απομονωμένη από τα υπόλοιπα, είναι πλέον ολοκληρωμένη, πέραν από τις σημαντικές λεπτομέρειες που πρόσεξαν στην παραγωγή που έκαναν μόνοι τους αυτή τη φορά. Η κυριότερη εξ αυτών είναι το βιολί του Θοδωρή Γκότση, το οποίο είναι πλέον ηλεκτρικό, τραχύ, σύγχρονο, φρέσκο και στο παίξιμό του καταλήγει ορισμένες φορές γοητευτικά αντισυμβατικό και μελωδικότατο ταυτόχρονα. Δεν θα αποφύγουμε τον πειρασμό να αναφερθούμε στο παράδειγμα των Closer. Παράλληλα, οι στίχοι τους δεν υποσκελίζονται ποιοτικά από τη μουσική αυτή πρόοδο. Είναι αδιάσπαστο κομμάτι της και αφορούν γενικότερα προβλήματα της πόλης που ζουν (Θεσσαλονίκη) και της πολιτικής με την ευρεία έννοια, χωρίς να παραλείπουν και την πιο συνηθισμένη θεματολογία. Όμως είναι φανερό ότι αυτή τη φορά ποντάρουν σε δυνατές συνθέσεις, όπως το "Surrat Thani" και το "Τίποτα Δε Μοιάζει". Ο ήχος έχει σαφώς σκληρύνει, χαρντροκίζει χωρίς να μυρίζει μπαγιατίλα, ποπίζει με τη βρετανική ευαισθησία της προηγούμενης δεκαετίας και γενικά δείχνει ότι η μπάντα μάλλον θα πρέπει να συνεχίσει να στηρίζεται στις δικές τις δυνάμεις και να δουλέψει ακόμη πιο πολύ, στην παραγωγή (παρά τα σημαντικά βήματα), αλλά και στην ερμηνεία. Το γεγονός είναι ότι οι Κάθοδος των Μυρίων ξεχωρίζουν σε μια περίοδο που το έχουμε πραγματικά ανάγκη. Περιμένουμε τώρα και το album που θα αφήσει το δικό τους στίγμα στην ελληνική ροκ δισκογραφία.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured