Με κλασικές σπουδές στο πιάνο και το λυρικό τραγούδι, συνεργασίες της από τον Χατζιδάκι, τον Σαββόπουλο τον τον Μαρκόπουλο, ως τους Δέσποινα Γλέζου, Ηρακλή και Λερναία Ύδρα, με εμφανίσεις σε μπουάτ της Πλάκας, με δραστηριότητες που περιλαμβάνουν μουσική διδασκαλία, αλλά και θεατρικές συνεργασίες, το άτυπο CV της Μαίρης Δαλάκου, είναι από τις λίγες φορές που μας βοηθά να κατανοήσουμε πραγματικά το υλικό του albums της. Η ερμηνεία της, ελεγχόμενη, θεατρική, φέρνει στο μυαλό κάποιες φορές αυτήν των πρώτων βημάτων του ελληνικού rock, κάποιες δεκαετίες πριν, σε συνδυασμό με μια μουσική που αντλεί την έμπνευσή της από την pop, την jazz, πλησιάζει τις ιδέες της Λένας Πλάτωνος, αλλά πουθενά δεν γίνεται εφάμιλλή της ποιοτικά. Το σημαντικότερο είναι ότι παρά την παλιομοδίτικη υφή των συνθέσεων και την ερμηνεία της, τα σύγχρονα στοιχεία είναι αυτά που κυριαρχούν (ίσως και κάπως άτσαλα), υπενθυμίζοντάς μας ότι ο δίσκος αυτός κυκλοφορεί εν έτει 2002, εντάσσοντας το album σε ένα σύνολο κυκλοφοριών συμπράξεων ηλεκτρονικών ήχων και πιο έντεχνου ήχου. Σημαντικό αυτό το μικρό ρεύμα, δείχνει την πρόθεση των παλαιότερων να προσεγγίσουν έστω και κάπως απότομα ένα "νέο" (όσο νέος μπορεί να είναι ένας ήχος 10 χρόνων) ήχο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η σύμπραξή της με τον παραγωγό Κωνσταντίνο Καμπάνη (ή αλλιώς Woofer) παράγει μουσικούς ιριδισμούς που άλλοτε είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντες και πιασάρικοι ταυτόχρονα ("Τραγούδι"), άλλοτε όμως αδιάφοροι (ισοπεδωτική και άνευρη διασκευή του "Μες την πολλή σκοτούρα μου" του Τσιτσάνη). Η Laurie Anderson κάνει κι αυτή έντονη την παρουσία της, ενώ στο πρώτο κομμάτι ("Εισαγωγή-Φωνές") μόνο που δεν έρχεται αυτοπροσώπως.Τσέλο, σαξόφωνα, όμποε και φλάουτα με λούπες και ηλεκτρονικά στοιχεία δίνουν την αίσθηση ενός καλοδουλεμένου δίσκου, από το οποίο όμως λείπουν οι πραγματικά αξιοσημείωτες συνθέσεις, πέρα από 2-3 εξαιρέσεις. Οι στίχοι είναι ενδιαφέροντες, η παραγωγή προσεγμένη από την αρχή ως το τέλος, όπως και όλη η προσπάθεια ένωσης διαφορετικών στοιχείων, αλλά οι συνθέσεις μοιάοζυν ατελείς, αν και είναι πάντα γλυκιές και ευάκουστες. Πάντως είναι μια ξεχωριστή και στο σύνολό της ενδιαφέρουσα δουλειά, που δεν μοιάζει και με πολλές από αυτές που κυκλοφορούν σήμερα, και αξίζει πραγματικά να ακούσει κανείς, ανεξάρτητα με το πως θα κρίνει το αποτέλεσμα.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured