Tακτικό είναι το ραντεβού του Βασίλη Παπακωνσταντίνου με το πιστό κοινό του, φαίνεται όμως ότι τα τελευταία χρόνια αυτή η παραγωγικότητα προδίδει περισσότερο την ανάγκη του να βρίσκεται κοντά του με συνέπεια, παρά την επιδίωξη του διαφορετικού σε ό,τι μέχρι στιγμής μας έχει δώσει, την αλλαγή, την έκπληξη. Παρά τις διαφορετικές (και σημαντικές) συνεργασίες, όπως αυτή με το Θάνο Μικρούτσικο, τα τραγούδια του, την τελευταία δεκαετία, αναπαράγουν τα ίδια μοτίβα και ερμηνεύονται με ένα εμβατηριακό πάθος και ένα στόμφο που χάνουν και την όποια ζωντάνια και αυθεντικότητα διαθέτουν. Τα τραγούδια γίνονται συνθήματα, ειδικά όταν χρησιμοποιούν μονολεκτικά ρεφρέν και "γηπεδικούς" στίχους, οι δε μπαλλάντες δεν προσεγγίζουν καν την δύναμη αυτών του παρελθόντος.Κατά βάθος όμως ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου είναι ένας ευαίσθητος και γλυκός ερμηνευτής, όταν το θέλει. Όταν δεν αγχώνεται για να ακουστεί σαν τον "παλιό, καλό Βασίλη" που θέλουν οι fans, όταν αφήνει τη μουσική να δέσει με τις δικές του ευαισθησίες και όταν ο στίχος ξεφεύγει από τα κλισέ και επιδιώκει να πει κάτι, τότε υπάρχει κάποιο φως στο τούνελ. Την ύπαρξη του φωτός αυτού διαπιστώνουμε στη συνεργασία του με τον Μάνο Ξυδούς, που είχε ως αποτέλεσμα 14 νέα κομμάτια.Η ερμηνεία έχει μαλακώσει και (με ορισμένες εξαιρέσεις) δεν έχουμε τον ενοχλητικό φωνητικό βομβαρδισμό, οι στίχοι είναι προσεγμένοι κι έχουν, βέβαια, αυτό το ύφος του μανιφέστου, όμως είναι αληθινοί και προσεγγίζουν τη ζωντάνια του παλιού Παπακωνσταντίνου και των πρώιμων Πυξ Λαξ. Κάπου εκεί λοιπόν βρίσκεται και το ηχητικό στίγμα της νέας του δουλειάς και κάπου εκεί εντοπίζονται και τα θετικά και τα αρνητικά της σημεία.Τα θετικά πάνω κάτω τα είπαμε. Το "δήθεν" ύφος έχει περιοριστεί, υποβοηθούμενο και από τους στίχους που δεν τον αφήνουν "ξεκρέμαστο" όποτε επιδίδεται στις κλισέ φωνητικές του ακροβασίες. Αρκετές συνθέσεις είναι αρκετά καλές, χωρίς όμως πουθενά να εντυπωσιάζουν, ενώ οι πολλοί μουσικοί και γενικά οι συμμετέχοντες (Ντομένικα, Τσοπάνα Rave, Χριστόφορος Κροκίδης, Μάνος Πυροβολάκης) βοηθούν στην αλλαγή του κλίματος και τη γεμίζουν με κέφι. Σε σχέση με τις τελευταίες -μέτριες ως κακές- δουλειές του, αυτό είναι ό,τι καλύτερο μας έχει δώσει ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Όχι, πολύ καλύτερο, αλλά σαφώς ξεχωρίζει. Έτσι κι αλλιώς και με αυτή τη δουλειά δεν πρόκειται ούτε να κερδίσει, ούτε να χάσει νέους οπαδούς. Από την άλλη, είναι ένας δίσκος που θα μπορούσαμε κάλλιστα να ακούσουμε στα μέσα των 80s. Το ηχητικό και στιχουργικό κλίμα παραπέμπει σαφώς εκεί και, όπως φαίνεται, με όποιον και αν συνεργαστεί, τα ακούσματά του είναι εκείνα που επιβάλλουν την προσκόλληση σε ένα ήχο παρωχημένο. Αλλά και οι στίχοι απορρέουν από μια 80s rock άποψη που έχει σημαδέψει και τον Μάνο Ξυδούς... "Είσαι φάουλ μεγάλε, κόψε τις υπερβολές", και ρήματα όπως "γουστάρω", "τσοντάρω", ο "πατέρας" που γίνεται "γέρος" κτλ. Γεγονός που δεν ενοχλεί, όσο ο ήχος, αλλά και τα δύο φαίνονται κομμάτια του ίδιου παζλ. Στα αρνητικά ανήκουν και δύο αποτυχημένες διασκευές: Η πρώτη στο "Λιμάνι του Αμστερνταμ", στο κομμάτι του Jacques Brel, διασκευασμένο από τον Γιώργο Αραπάκη και η δεύτερη στο "Δούλα", ένα παραδοσιακό Ζακυνθινό, διασκευασμένο από τον Ξυδούς και τους Δημήτρη Κανελλόπουλο, Νίκο Σπανό και Σάκη Σταμούλη...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured