Αν δεν τους είχες ακούσει ήδη, σίγουρα μετά την κυκλοφορία του ντοκιμαντέρ Kneecap στις ελληνικές αίθουσες έμαθες για την hip hop μπάντα από την Ιρλανδία που έχει καταφέρει με μόλις δυο χούφτες κομμάτια να δημιουργήσει ένα πραγματικά μεγάλο ντόρο γύρω από το όνομά της. Περισσότερο βέβαια με την πολιτική τους στάση και την απαξίωση της πολιτικής ορθότητας παρά με την ίδια τους τη μουσική, το τρίο από το Μπέλφαστ προκαλεί ήδη από το 2017, ενώ τον Ιούνιο που μας πέρασε κυκλοφόρησε το άλμπουμ του με τίτλο Fine Art, λίγο μόνο καιρό μετά την αποκλειστική προβολή (και τις διθυραμβικές κριτικές) της προαναφερθείσας ταινίας στο εναλλακτικό κινηματογραφικό φεστιβάλ Sundance. Ακολούθησαν οι Κάννες και το Netflix, συνεντεύξεις, συναυλίες και μπόλικος εκνευρισμός από τα βρετανικά μέσα – θα καταλάβετε αμέσως γιατί.
Οι Kneecap αποτελούνται από τους Mo Chara, Móglaí Bap και DJ Próvaí, από δύο 20κάτι τσόγλανους κι ένα πρώην καθηγητή με μπαλακλάβα, δηλαδή. Γεννημένο μέσα από μια κινηματογραφική μεν, καθημερινή δε, σειρά γεγονότων, το τρίο από το Μπέλφαστ της Βόρειας Ιρλανδίας αφηγείται ιστορίες διαμαρτυρίας, καταπίεσης και εθνοτικής αυτονομίας, αλλά και ακραίας διασκέδασης. Στη μουσική τους συναντιούνται η πολιτική δήλωση κι ο χαβαλές, το ραπάρισμα στα ιρλανδικά και τα αγγλικά, και χαοτική αισθητική που θυμίζει rave. Η γλώσσα παίζει το μεγαλύτερο ρόλο, φέρνοντας στο επίκεντρο την καταπίεση για αιώνες υπό την αγγλική κυριαρχία, καθώς με τη βρετανική παρουσία ευνοούνταν τα αγγλικά και η χρήση της περιορίστηκε. Μετά την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας το 1922, η ιρλανδική αναγνωρίστηκε επίσημα, με το ενδιαφέρον των βορειοιρλανδών να αυξάνεται ολοένα, όσο αυξάνονται βέβαια και οι συντηρητικές φωνές που υποστηρίζουν την διατήρηση των στενών σχέσεων με την Βρετανία.
Κάπως έτσι, το άλμπουμ Fine Art των Kneecap δεν είναι απλά μια μουσική εμπειρία, αλλά μια βαθιά πολιτιστική και κοινωνική δήλωση - ενσωματώνοντας μια υβριδική προσέγγιση με hip hop, grime, rave και παραδοσιακά ιρλανδικά στοιχεία. Ο συνδυασμός αυτός δίνει στο άλμπουμ μια μοναδική ταυτότητα, ενώ ταυτόχρονα στέλνει ισχυρά μηνύματα για την πολιτιστική αντίσταση ενάντια στο βρετανικό καθεστώς και την καταστολή της Ιρλανδικής ταυτότητας. Όπως στο κομμάτι "C.E.A.R.T.A.", το οποίο τους έβαλε αρχικά στο ραντάρ μας και που σημαίνει «δικαιώματα» στα ιρλανδικά, όπου οι στίχοι περιστρέφονται γύρω από τα δικαιώματα της ιρλανδικής γλώσσας και την ελευθερία της έκφρασης – και την ασύδοτη χρήση ναρκωτικών.
Το πρώτο κομμάτι του Fine Art, "3CAG", στο οποίο συμμετέχει ο Radie Peat του προοδευτικού folk σχήματος Lankum, μπλέκει τα προαναφερθέντα παραδοσιακά στοιχεία και τη μοντέρνα hip hop παραγωγή. Το "Fine Art" που ακολουθεί, ξεχωρίζει για τους (αυτο)σαρκαστικούς στίχους –με επιπλέον δόση πολιτικού κωλοπαιδισμού-, περιγράφοντας την επανειλημμένως επικριτική στάση του Ενωτικού παρουσιαστή S. Nolan στους Kneecap για τους στίχους και την τέχνη τους, αλλά και τις συγκρούσεις μεταξύ της αστυνομίας και των νεαρών ιρλανδών.
Στο "I bhFiacha Linne", οι Kneecap δανείζονται από το κλασικό κομμάτι "Cubik" των 808 State, στην πιο άγρια εκδοχή του. Το "I'm Flush" ακολουθεί τη συνταγή της υψηλής ενέργειας, περιγράφοντας στην ελευθερία που προσφέρει το χρήμα και τα ναρκωτικά, ενώ το "Better Way To Live", ρυθμικότερο και μελωδικό, επιστρατεύει τον Grian Chatten των Fontaines D.C. κι αποτελεί μια στιγμή εσωτερικής εξερεύνησης της συνεχούς φυγής από την πραγματικότητα.
Στη μέση του άλμπουμ, το κομμάτι "Sick In The Head" εμβαθύνει στην εσωτερική μάχη της φήμης και της ψυχικής υγείας, ενώ το "Love Making" φλερτάρει με τον ήχο των κλαμπ στα 90s ,προσφέροντας μια πιο ανάλαφρη νότα. Το "Drug Dealing Pagans" συνδυάζει χορευτικούς ρυθμούς και σκοτεινούς στίχους για την αμφισβήτηση της κοινωνικής ηθικής.
Το "Harrow Road", κρατώντας την ελαφρότητα του δεύτερου μισού του άλμπουμ, με στίχους όπως "My bucket hat, furry coat, full of coke, fuck sake, I'm losin' hope", περιγράφει ένα μάλλον έξαλλο βράδυ στο Λονδίνο, την προσωπική πατρίδα του Jelani Blackman ο οποίος συμμετέχει σε αυτό. Το "Parful" διατηρεί αυτή την ενέργεια, με έντονους ρυθμούς και ευφυή παιχνίδια λέξεων.
Λίγο πριν το τέλος, το "Rhino Ket" είναι ένα φρενήρες κομμάτι με επιρροές από την ηλεκτρονική μουσική, αντικατοπτρίζοντας την ενέργεια της νεολαίας της Ιρλανδίας και την αίσθηση της εξέγερσης. Το “Way too much” που κλείνει, δε, το δίσκο, ακούγεται ακριβώς σαν την ανατολή του ήλιου μετά από μία νύχτα κραιπάλης, αποδεικνύοντας πως οι Kneecap μπορούν να γίνουν και λιγάκι τρυφεροί.
Aνάμεσα στα κομμάτια παρεμβάλλονται έξι ιντερλούδια, τα οποία δίνουν μία αίσθηση ντοκιμαντερίστικης αφήγησης στο άλμπουμ. Κι ενώ ενδεχομένως να λειτουργούν επεξηγηματικά σε βαθμό που δεν αφήνουν και πολλά στη φαντασία (ή την κριτική σκέψη) του ακροατή, είτε τα δει κανείς ως αναπόσπαστο κομμάτι της αισθητικής του σχήματος, το οποίο είναι απόλυτα συνυφασμένο με την κινηματογραφική παράθεση εικόνων – τόσο μεταφορικά, όσο και κυριολεκτικά, είτε αντιμετωπίσει το Fine Art ως ένα concept album, μοιάζουν να λειτουργούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Στο μεγαλύτερο πλάνο, αναμφίβολα, οι Kneecap είναι αμφιλεγόμενοι, με σαφείς αναφορές στον IRA και μια συνεχή κριτική στο βρετανικό καθεστώς. Η στήριξή τους στην Παλαιστίνη και η αντίθεσή τους με την στρατιωτική κατοχή έχουν προκαλέσει αντιδράσεις. Αλλά αυτή η πολιτική και κοινωνική τοποθέτηση είναι ακριβώς αυτό που τους δίνει την ιδιαίτερη ταυτότητά τους. Ωστόσο, εδώ τίθεται το ερώτημα: Μπορούμε να βαθμολογήσουμε την πρόκληση και την πολιτική δήλωση τόσο όσο την ίδια τη μουσική αξία; Το Fine Art είναι σίγουρα ένα άλμπουμ που θέτει ερωτήματα, εξερευνά πολιτικές και πολιτιστικές συνθήκες, αλλά και δημιουργεί ένα έντονο πολιτισμικό αποτύπωμα. Η φρεσκάδα και ο ενθουσιασμός του είναι αδιαπραγμάτευτα, αλλά κι η μουσική του αξία στέκεται εξίσου ισχυρή.
Με αυτά τα δεδομένα, το Fine Art αξίζει ένα 8/10. Δεν είναι μόνο η μουσική του που ξεχωρίζει, αλλά η ένταση και η πρόκληση που φέρνει στη σκηνή. Ο πολιτισμικός του αντίκτυπος είναι αναμφισβήτητα σημαντικός, και ίσως τελικά αυτό το σοκ είναι που κάνει το άλμπουμ τόσο ξεχωριστό.
Η ταινία του Rich Peppiatt Kneecap προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες από το Cinobo.
Διαβάστε επίσης:
Kneecap: Αθλητικές φόρμες, ναρκωτικά, μπάτσοι, ιρλανδικός ρεπουμπλικανισμός και ο Michael Fassbender