Διαθέτει έναν πολύτιμο «ερασιτεχνισμό» στη φωνή του ο Grian Chatten, ο ένδοξος και αγαπητός με γεωμετρική πρόοδο στην ευρωπαϊκή ήπειρο τραγουδιστής των Fontaines D.C., έχει αυτή την αγορίστικη αψάδα και τον αυθορμητισμό που τον κάνει ακαταμάχητο όχι μόνο στα ορμητικά κομμάτια της δουβλινέζικης μπάντας του αλλά όπως φαίνεται και στις πιο γειωμένες προσωπικές καταθέσεις του σε αυτό το προσωπικό ντεμπούτο του. Ο Grian Chatten στις ερμηνείες του ανυπομονεί να εκφράσει τον μελωδικό οδηγό του, εφορμά στο τραγούδι, δεν νοιάζεται για την τεχνική ορθότητά του.

Μήπως λοιπόν αυτό είχαμε ανάγκη από έναν σημερινό τραγουδοποιό και δεν το ξέραμε;

Ο Grian, τραγουδάει με καθαρό μέταλλο, ένα cool εγγενές και μια τιμιότητα (πόσο συχνά αναφέρεσαι σε αυτή την ποιότητα;) που αυτόματα μετατρέπει τα εννέα τραγούδια του προσωπικού του album σε αγαπητά, νοιώθεις την ανάγκη να επιστρέψεις σε αυτά, αρχικά από μια ενστικτώδη ώθηση και σιγά-σιγά από την εμπιστοσύνη που χτίζεις μαζί τους. Η εμπιστοσύνη σου ακουμπάει στην μελωδική δωρικότητά του, στην απτή σχέση που αναπτύσσεις με τα λόγια του. Συχνά, δεν είναι πια και πυρηνική φυσική να αντιληφθείς ότι είναι η απλότητα και η αμεσότητα αυτό που σου λείπει από ένα άκουσμα. Και όταν το ανακαλύπτεις, εξοικειώνεσαι μαζί του με συνοπτικές διαδικασίες. Έχεις την αίσθηση ότι τα τραγούδια του Grian Chatten προκύψανε πολύ αβίαστα και χωρίς τυμπανοκρουσίες. Απλά γεννήθηκαν στα διαλείμματα της περιοδείας του με τους Fontaines D.C. -ξεφουρνίστηκαν μάλλον- και παραδόθηκαν στο στούντιο ξανά με σφιχτές διαδικασίες για να παραδοθούν στην μπαγκέτα του παραγωγού του Dan Carey. Ο οποίος φυσικά δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να βάλει σε μια οργανωμένη σειρά τα ποιητικά αυτά ψήγματα και να αφήσει την ενορχήστρωση να τα ντύσει με μέτρο και λιτότητα.

Ο Grian Chatten κάνει νεύματα συμπαράστασης στην αντιληπτική του Damon Albarn περί προσωπικής δημιουργίας, μόνο που εμπλουτίζει την παλέτα του με πιο ιρλανδικά παραδοσιακά στοιχεία και μία γκάμα από διαθέσεις που σε κάποιες από αυτές χαιρετίζει και τον Shane MacGowan. Στο “Salt Throwers Off A Truck” για παράδειγμα έχει ένα βουκολικό ρομαντισμό το τραγούδι του, μία επαρχιώτικη αθωότητα τόσο προσφιλή σαν αγκαλιά, κάτι σαν απόλυτο ιρλανδικό σήμα κατατεθέν, κάτι σαν Waterboys που ξαποσταίνουν. Στο “I Am So Far” από την άλλη παραπέμπει στην αργόσυρτη θλίψη των Spain και στο “Season For Pain” που κλείνει το album μέσα σε ένα λεπταίσθητο πέπλο lo fi μελαγχολίας που θυμίζει τον John Martyn, γεμάτος παράπονο και χαμηλά βλέμματα: «Αν δεν έχεις πού να πας. Να συνηθίσεις τη βροχή. Αμφιβάλλω αν θα βρεις αυτό που ψάχνεις. Αμφιβάλλω ότι το αίσθημα παραμένει. Δεν είναι εποχή για αγάπη. Είναι εποχή για οδύνη». Το απόλυτο highlight του album παραμένει το single “Fairlies”, εθιστικό και υπέροχο, ένα από τα πιο «βιολογικής καλλιέργειας» τραγούδια που μπορείς να ακούσεις μέσα στη χρονιά και να διεκδικήσουν ψηλή θέση στην ιεράρχηση επαναλήψεων ακρόασης. Μπορείς επίσης να βρεθείς ανάμεσα σε αυτούς που προκρίνουν το τεμπέλικο ground beat του “East Coast Bed” κάτι σαν ναρκωμένοι Blur που πλέουν μέσα σε μια δεξαμενή παχύρευστου ζελέ. Και φυσικά, εδώ και εκεί μπορείς να ακούσεις και την αρραβωνιαστικιά του Georgie Jesson να τον συνοδεύει και να προσθέτει φωνητικές πινελιές όπως στο “Last Time Every Time Forever” αλλά και στο ιδιότυπο lounging του “Bob’s Casino” με την music hall αίσθηση από προπερασμένες δεκαετίες και ένα αλλόκοτα ταιριαστό ύφος country ανεμελιάς που παραπέμπει στον Lee Hazelwood.

Το Chaos For The Fly είναι το λιγότερο θεαματικό album της χρονιάς και ταυτόχρονα το πιο φυσικό και αβίαστο. Δεν έχει πουθενά σημεία που εκβιάζουν την προσοχή σου, αντίθετα έχει αύρα χαμηλών φωτισμών από αυτό το είδος που κάνει την προσοχή σου να κατευθυνθεί κοντά της επειδή νοιώθει ότι την έχεις ανάγκη. Είναι τόσο ανακουφιστικό σήμερα από έναν φρέσκο καλλιτέχνη να μη σκούζει την πραμάτεια του και να επαφίεται στο ένστικτο πλοήγησης του ακροατή του.

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured