Ο τίτλος της 14ης δισκογραφικής δουλειάς του μουσικού χαμαιλέοντα που ακούει στο όνομα Beck, σχετίζεται με έναν όρο που προέρχεται από το σύμπαν των vintage, 1980s βιντεοπαιχνιδιών: Hyperspace είναι η λειτουργία κατά την οποία ο παίχτης μπορεί να εξαφανιστεί από το σημείο αναφοράς του, να διασχίσει αστραπιαία τον χωροχρόνο και να προσγειωθεί τυχαία σε κάποια άλλη γωνία του.

Δεν θα μπορούσε λοιπόν να υπάρξει καταλληλότερη ονομασία για την τελευταία προσπάθεια του 50άχρονου (πλέον) μουσικού, αφού αυτό ακριβώς επιχειρεί κι εκείνος: ένα ηχητικό ταξίδι μέσα στον δικό του χωροχρόνο, λειτουργώντας παρεμβατικά στις στιγμές ενός μουσικού zeitgeist που νιώθει πως έχασε, αλλά και νοσταλγικά, επισκεπτόμενος εκ νέου ορισμένα σημεία-σταθμούς της 30άχρονης (και βάλε) καριέρας του.

Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, το Hyperspace μοιάζει μπερδεμένο ανάμεσα σε μία «κάθομαι με τη νεολαία» λογική και μία διάθεση ρομαντικής εξιδανίκευσης του παρελθόντος. Κοινός παρανομαστής είναι η ψηφιακή, technicolor υφή –με μπόλικα ψυχεδελίζοντα φίλτρα και vaporwave αισθητική– όπως και η minimal παραγωγή, τουλάχιστον σε σύγκριση με τις πλούσιες ενορχηστρώσεις που μας είχε συνηθίσει σε παλαιότερές του δουλειές ο έμπειρος τραγουδοποιός.

Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν κατά κύριο λόγο τα τραγούδια στα οποία συμμετέχει ενεργά ο Pharrell Williams –και δεν είναι λίγα, μιλάμε για 7 από τα 11. Σε κάποια διαφορετική χρονική περίοδο θα μιλούσαμε για μία dream team συνεργασία, αλλά στο τώρα ο Beck μοιάζει με έναν creepy τύπο ο οποίος βάφει το μαλλί, ντύνεται «νεανικά» και προσπαθεί να μιλήσει με cool, hip λέξεις σε πιτσιρίκια, χρησιμοποιώντας τις όμως σε εντελώς λάθος context· γενόμενος, τελικά, γελοίος.

Στη ρετροφουτουρστική synth pop/R'n'B αισθητική των “Uneventful Days”, “See Through” και "Hyperspace", λ.χ., χτυπάνε άσχημα όλα τα παραπάνω στην προσπάθεια του Αμερικάνου να προλάβει μουσικά τρένα τα οποία πλέον έχουν εξαφανιστεί από τον χάρτη. Οι στίχοι αναδεικνύονται το ίδιο παιδιάστικοι: μετά από τόσα χρόνια σταδιοδρομίας και παραστάσεων, θα περίμενε κανείς πως o Beck δεν έχει ανάγκη από φράσεις βγαλμένες από βιβλία αυτοβελτίωσης, όπως το «living in the dark, waiting for the light». Ίσως λοιπόν μόνο το “Star” τον βρίσκει απαλλαγμένο από το άγχος της χαμένης νεότητας. Πρόκειται για ένα πραγματικά απολαυστικό κομμάτι ηλεκτρονικής pop, που δεν προσπαθεί να ακουστεί ως κάτι άλλο πέρα από αυτό που είναι.

Η σοδειά τραγουδιών του «άλλου» Beck είναι οπωσδήποτε πιο δυνατή συνθετικά, όμως, και πάλι, οι προθέσεις δημιουργίας μοιάζουν τοξικές στη βάση τους.Το “Saw Lighting” ουρλιάζει “Loser” από χιλιόμετρα και ηχεί ως το χαμένο, δίδυμο  αδελφάκι του, ενώ τo “Chemical” και ειδικά το “Stratosphere” καταφθάνουν κατευθείαν από τις απογυμνωμένες ψυχικά και ηχητικά εποχές του μουσικού, μα χωρίς καν να πλησιάζουν το ποιοτικό βάθος δίσκων σαν το Sea Change (2002) και Morning Phase (2014). Όλα μαζί δίνουν την εντύπωση ότι ο Beck ζει με συνεχή «what if» στο μυαλό του, τα οποία, μάλιστα, μεταφέρει άτσαλα στη γραφή του, σε επικίνδυνες ποσότητες.

Στο τέλος της ημέρας, η αίσθηση που μένει είναι πως, ενώ ο ίδιος ο Beck προσπαθεί να μας πείσει ότι ζει στο παρόν, οι τάσεις φυγής του από αυτό μοιάζουν πιο τρανταχτές από ποτέ. Και είναι κάπως άβολο να συνειδητοποιείς ότι ένας μουσικός που πάντα αποτύπωνε νηφάλια το εκάστοτε στιγμιότυπο της ζωής του –ανεξάρτητα από το ποιοτικό αποτέλεσμα– φαίνεται παγιδευμένος εδώ σε μία νοσταλγική φαντασίωση, η οποία τον σπρώχνει σε μία αντιδραστική συμπεριφορά εναντίωσης απέναντι στην πραγματικότητα.

Ίσως βέβαια η απάντηση που ψάχνει ο Beck σε αυτήν την υπαρξιακή κρίση να βρίσκεται στο ελπιδοφόρο κλείσιμο του δίσκου με το –καθόλου τυχαία– καλύτερο κομμάτι σε αυτόν “Everlasting Nothing”: τίποτα δεν κρατάει για πάντα και κανείς δεν μπορεί να ξεγελάσει τον χωροχρόνο. Γι' αυτό και η ζωή στο παρόν θα μοιάζει πάντα ως η μοναδική, λογική απάντηση.

{youtube}6AF_CJhpTzQ{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured