Μια αξιωματική συνθήκη όσον αφορά τον επικό ήχο, είναι ότι η μουσική παραγωγή των αντιπροσώπων του οφείλει να είναι αγυάλιστη. Αν μάλιστα αποπνέει καλαίσθητο ερασιτεχνισμό πασπαλισμένο με λίγα, πειστικής αυθεντικότητας λάθη, τόσο το καλύτερο. Αυτό έχει να κάνει κατά μεγάλο βαθμό με τον τρόπο με τον οποίον σχετίζεται με το είδος ο οπαδός: προέχει η αδιατάρακτη βύθιση σε έναν διαφορετικό κόσμο και η αναπαράσταση μιας ατμόσφαιρας μακριά από τα σύγχρονα εγκόσμια. 

Η αίσθηση της αυθεντικότητας της εμπειρίας (ακόμη και όταν είναι πλασματική) κρίνεται λοιπόν άκρως απαραίτητη. Όμως η απαλοιφή των λαθών και η εμφανής τόνωση του ήχου με τη βοήθεια της τεχνολογίας παραπέμπουν στο τώρα, στην εξουθενωτική τάση της σύγχρονης εποχής για έλεγχο και πρόβλεψη. Είναι γεγονός ότι η τελειότητα έχει συνδεθεί με την ομοιογένεια της μηχανικής παραγωγής, την τόσο εχθρική στη διαφορετικότητα που εκφράζει το ψεγάδι. Όπως έχει συνδεθεί και με μια ψυχρή ασφάλεια, η οποία μάχεται την οποιαδήποτε υπόνοια περιπέτειας –ενώ αντιθέτως η περιπέτεια, η αίσθηση πως πάντα θα υπάρχουν ανεξερεύνητα μέρη πέρα από την άκρη του ορίζοντα, είναι αναπόσπαστο χαρακτηριστικό του επικού ήχου.

Η παραγωγή του Destiny Calls των Φινλανδών Chevalier είναι παράξενη: πρωτόλεια, άξεστη μα όχι πρόχειρη, έχει διάφορες εστίες βάθους που αποπροσανατολίζουν σε πρώτο επίπεδο –ειδικά ο τρόπος με τον οποίον δονούνται τα σαρωτικά γεμίσματα των τυμπάνων είναι κατακλυσμιαίος, θυμίζοντας πολιορκητικές μηχανές σε πλήρη λειτουργία. Επικρατεί ένας διάχυτος πανζουρλισμός, που δίνει προσωπικότητα στον δίσκο και αναδεικνύει την εικονογραφία ενός ηρωικού στοιχείου που εν δυνάμει μπορεί να αγγίξει ο καθένας.

Ένα άλλο ιδανικό του επικού ήχου είναι η υλοποίηση συνδέσεων με το αξιομνημόνευτο παρελθόν του είδους. Έτσι, οι καταφανείς στιχουργικές αναφορές προς τους Manilla Road που πετάνε οι Chevalier (οι φράσεις «dreams of eschaton» και «crystal logic» ηχούν περήφανα), ενδυναμώνουν και επιβεβαιώνουν εσωτερικά τη σκηνή· μας θυμίζουν ότι κοινωνούμε από τις ίδιες πηγές και αναπόφευκτα μεγαλώνουν ακόμη περισσότερο την αίσθηση συντροφικότητας.

Στο εκτελεστικό και συνθετικό μέρος, τα πράγματα είναι περίφημα. Ικανές ποσότητες καθαρού heavy metal (οι παραμορφωτικές παρεμβολές στο "Stormbringer" θυμίζουν το “Clairvoyant” των Iron Maiden) και US power, κάτι από την ορμητικότητα του καλού euro power, αλλά και το ανορθόδοξο πνεύμα των Cirith Ungol. Ο δίσκος είναι ένα χαρμάνι που τα χωνεύει όλα, εκκολάπτοντας μια πηγαία μουσική, η οποία σφύζει με άδολο ενδιαφέρον και σε κάνει να υψώνεις τη γροθιά. Ειδικά το US power ανιχνεύεται στις πολλές αλλαγές θεμάτων που ντύνουν τη δομή με απρόβλεπτη συνδεσμολογία και άρθρωση –τα κομμάτια είναι πολύπλοκα και περιπετειώδη. Τα φωνητικά της τραγουδίστριας Emma Grönqvist, επίσης, αποτυπώνονται ως δυναμικοί κυματισμοί με υπόγεια πυγμή: κορυφώνουν σε ζόρικες τσιρίδες, διαρρέονται από φαντασμαγορία και διαθέτουν καντάρια αυτοπεποίθησης.

Η φετινή άνοιξη του επικού ήχου που στηρίζεται σε δυναμικές γυναικείες παρουσίες πίσω από το μικρόφωνο, κλείνει με τους Chevalier (προηγήθηκαν οι Smoulder και Iron Griffin). Το Destiny Calls είναι πιθανότητα το πλέον πλούσιο από τους καρπούς της σοδειάς αυτής, καθώς ηχεί ποικίλο, δίνοντας την αίσθηση ενός πολύχρωμου έργου τέχνης. Ένας δίσκος πραγματικά επικού ατσαλιού.

{youtube}u9kkCFFWyIA{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured